Έξοδος
Γύρω του παντού σκοτάδι. Ψηλάφισε τον χώρο. Τίποτα, κενό. Δεν ήθελε να μείνει εκεί. Ήθελε να φύγει, να ξεφύγει.
Έκανε δειλά τα πρώτα βήματα. Βρήκε απότομα τοίχο μπροστά του. Ο πόνος δεν τον ένοιαζε. Έπρεπε να φύγει.
Αργά και μεθοδικά προχώρησε. Πού τελείωνε ο τοίχος; Πού έφτανε το δωμάτιο; Δε θυμόταν γιατί βρισκόταν εκεί. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Όταν είδε το ημίφως εμπρός, ξαφνιάστηκε.
Προχώρησε προς τα εκεί. Ήταν ένας μεγάλος διάδρομος. Η πηγή του φωτός ήταν μια λάμπα πετρελαίου, στο τέρμα του διαδρόμου. Το δωμάτιο μικρό, βαρυφορτωμένο. Ήθελε να αγγίξει τα έπιπλα, να τα περιεργαστεί. Χάιδεψε την ξύλινη επιφάνεια του γραφείου κάτω από το φως. Άνοιξε τα συρτάρια ένα ένα, άδεια όλα. Κάθισε στον παλιό καναπέ.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Έπιασε το πρόσωπό του. Δε δάκρυζε απλά. Χωρίς να το έχει καταλάβει, το πρόσωπό του ήταν τόσο υγρό, σαν να έκλαιγε για ώρες. Πώς είχε γίνει αυτό; Το φως που τρεμόπαιζε του προκαλούσε αναφιλητά. Ένιωσε ανεπιθύμητος.
Προχώρησε κατά μήκος του δωματίου. Έπρεπε να φύγει. Έφτασε στις μεταλλικές σκάλες και τις κατέβηκε. Κατέβαινε κυκλικά για ώρα. Εκεί που αναρωτήθηκε αν θα έφτανε ποτέ στο τέλος, βρήκε το ίσωμα.
Το δωμάτιο ήταν εντελώς κενό και το φως ερχόταν από το ταβάνι, λούζοντάς το. Πλησίασε τους τοίχους. Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν ένιωθε τίποτα. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Έπρεπε να φύγει.
Η πόρτα απέναντι ήταν ψηλά, στο ύψος των ώμων του. Άλλο και τούτο. Την έσπρωξε δυνατά με το χέρι κι εκείνη άνοιξε τρίζοντας ανατριχιαστικά. Έβαλε δύναμη στα χέρια και ανέβηκε. Σηκώθηκε και κοίταξε πίσω του. Το κενό δωμάτιο τον έπνιγε. Προχώρησε.
Μπροστά του παντού κούτες. Ο διάδρομος στενός. Όχι μόνο δεν μπορούσε να προχωρήσει, αλλά δεν υπήρχε και χώρος καλά καλά να σπρώξει τα πράγματα. Έκανε όσο χώρο μπορούσε ενώ τα περιεχόμενα χτυπούσαν μεταξύ τους και ο μεταλλικός ήχος αντηχούσε μέχρι τα βάθη του διαδρόμου. Παραμέριζε, περνούσε από ανάμεσα, σκαρφάλωνε, μέχρι που πήδηξε πάνω από τις ατέλειωτες κούτες. Χαμηλοτάβανος ο διάδρομος, η πλάτη του άγγιξε το ταβάνι. Ασφυκτιούσε εκεί. Σύρθηκε με τους αγκώνες για να συνεχίσει. Από κάτω του αντηχούσαν τα κουζινικά, τα εργαλεία και ό,τι άλλο μπορεί να υπήρχε πακεταρισμένο.
Είχε λαχανιάσει αλλά συνέχισε. Δεν ήθελε να μείνει ούτε λεπτό εκεί. Πήρε μια ανάσα όταν είδε πως ο όγκος των κουτιών έπεφτε. Έκανε να σηκωθεί και η κούτα που πάτησε υποχώρησε. Έπεσε μέσα. Πηρούνια, κουτάλια και μαχαίρια από κάτω του. Στάθηκε μια στιγμή. Δεν πονούσε, δεν είχε κοπεί. Σηκώθηκε προσεκτικά, έκοψε με ένα μαχαίρι τα τοιχώματα και το περιεχόμενο της κούτας χύθηκε στο κενό. Δεν άκουσε κανέναν ήχο. Ό,τι κι αν συνέβαινε, τα αντικείμενα δεν είχαν βρει πάτο.
Τρέμοντας, προχώρησε πάλι στα γόνατα. Οι κούτες τελείωναν και μπροστά του έβλεπε ένα διακριτικό πορφυρό φως. Πήδηξε από την τελευταία κούτα και βρέθηκε στο επόμενο δωμάτιο.
Κούτες παντού. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν ανοιχτές και άδειες. Σε κάποιες υπήρχαν μισοσβησμένα γράμματα, μέσα σε άλλες σκισμένα χαρτιά. Η εγκατάλειψη είχε ποτίσει τον χώρο και τον μπούχτιζε. Δεν άντεχε να βρίσκεται εκεί. Μπροστά του ένας φεγγίτης. Τον άνοιξε. Χρειάστηκε όλη του τη δύναμη για να σκαρφαλώσει και να πηδήξει έξω.
Πού ήταν το έξω; Έπεφτε, έπεφτε και το σκοτάδι δεν έλεγε να διαλυθεί. Δεν τον ένοιαζε. Έπρεπε να ξεφύγει, να αποδράσει. Να βρει την έξοδο. Μια έξοδο προς τη γαλήνη.