Αλυσίδες
Τον κοίταζε με παράπονο. Ή μάλλον όχι. Με θλίψη.
“Πόσο καιρό θα με έχεις εδώ κάτω, αλυσοδεμένη; Άφησέ με να φύγω”.
Την κοίταξε με λατρεία, με πάθος.
“Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, το ξέρεις”.
Εκείνη έτριψε τους πονεμένους της καρπούς. “Ελευθέρωσέ με και θα ελευθερωθείς κι εσύ!”
Χαμογέλασε πικρά, καθώς στεκόταν όρθιος απέναντί της, στο κενό μπουντρούμι. “Να ελευθερωθώ από τι;”
“Από τις δικές σου αλυσίδες, αυτές που φόρεσες ο ίδιος στον εαυτό σου…”
Η σφυριχτή φωνή της, σαν ανάσα ανέμου, τον ανατρίχιασε. Άνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι στο σιωπηλό σαλόνι. Ακόμα και τα λουλούδια στα κάδρα έδειχναν μαραμένα. Πήγε να κλείσει αργά το παράθυρο κι έριξε μια ματιά. Σούρουπο. Είχε πολύ καιρό να κοιτάξει έξω. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να το πάρει απόφαση.
Τι να υπάρχει άραγε εκεί έξω για τους απελεύθερους;