Βροχή

Πάλι βροχή; σκέφτηκα. Πότε θα σταματήσει;
Βαριόμουν να γυρίσω στο γραφείο να πάρω την ομπρέλα που είχα ξεχάσει εκεί, οπότε κούμπωσα μέχρι πάνω το χοντρό μπουφάν μου, έβαλα την κουκούλα μου και βγήκα στον δρόμο, αγνοώντας τις χοντρές σταγόνες που με έβρεχαν.
Οι άνθρωποι γύρω μου με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Κρατούσαν πολύ σφιχτά τις ομπρέλες τους και μάλιστα πολύ κοντά στο κεφάλι τους, φοβούμενοι μάλλον μην τους πετύχει έστω και μια σταγόνα. Τι στο καλό;
Μια μητέρα, που έσερνε το στεγανοποιημένο καρότσι του μωρού της, με κοίταξε κι έβαλε το ένα χέρι στο στόμα, ενώ τα μάτια της γούρλωσαν.
Θυμωμένος, αγνόησα αυτή την αντίδραση όπως και όλες τις υπόλοιπες. Μα καλά, δεν είχαν δει κανέναν άνθρωπο χωρίς ομπρέλα; Εξάλλου εντάξει, δεν είχα βγει δα και με το μαγιώ…
Ένας τύπος σε ένα στενό με φώναξε: “Ψιτ, εσύ! Έλα εδώ!”
Τον κοίταξα παραξενεμένος και δεν τον πλησίασα πολύ. Ήταν κάτω από ένα υπόστεγο και κάπνιζε. “Γιατί δεν έχεις ομπρέλα;”
“Ε, να, την ξέχασα στο…” ξεκίνησα, προτού σκεφτώ πόσο γελοίο ήταν να απολογούμαι.
“Και με τη βροχή τι θα κάνεις;” με ρώτησε.
“Νεράκι είναι, τι θα πάθω;” του απάντησα αθώα.
“Μα καλά, δεν άκουσες τις ειδήσεις; Βούιξε ο κόσμος! Η βροχή σήμερα θα φέρει πλύση εγκεφάλου! Όλα τα κανάλια αυτό λένε!”
“Δε βλέπω τηλεόραση! Πλύση εγκεφάλου είπες; Από ποιον;” ρώτησα.
“Δε λένε! Αλλά έτσι είναι. Κοίτα γύρω σου! Όλοι φυλάγονται απ’ το νερό! Έστω και μια σταγόνα φτάνει, είπαν, για να γίνεις υποχείριό τους!” και ύψωσε τον δείκτη του δεξιού του χεριού δείχνοντας τον αριθμό 1.
“Υποχείριο ποιανού;” ξαναρώτησα.
“Δε λένε!” απάντησε εκνευρισμένος και με παράτησε, κάνοντας μια χειρονομία σαν να ήμουν χαμένη υπόθεση.
Τι να έκανα; Ομπρέλα δεν είχα και, ακόμα κι αν αλήθευαν οι φήμες, είχα ήδη δεχτεί ένα κύμα βροχής. Συνέχισα τον δρόμο μου, αγνοώντας ξανά τα αγανακτισμένα ή έντρομα -ανά περίπτωση- βλέμματα των περαστικών.
Όταν έφτασα σπίτι, όλα ήταν ίδια όπως χτες. Σιωπή, ένα μουντό απόγευμα και το μόνο που έκανα, αφού πρώτα έβαλα τα ρούχα μου να στεγνώσουν στο καλοριφέρ, ήταν να χαζεύω τους κατατρομαγμένους περαστικούς, που μάλωναν μεταξύ τους ακόμα κι όταν η μία ομπρέλα άγγιζε την άλλη.