Γνωριμία

-Ώστε δε με ξέρεις, ε;
-Όχι, δε σε ξέρω.
-Κοίτα με καλά, είσαι σίγουρη;
Τον κοίταξε καλά καλά, από πάνω μέχρι κάτω.
-Απόλυτα σίγουρη.
Η φωνή της είχε γίνει ψυχρή. Ακόμα και το λίγο ενδιαφέρον που είχε πριν χάθηκε.
Εκείνος αναστέναξε με ανακούφιση.
-Ευτυχώς…
Το μουρμουρητό του επέδρασε σαν διεγερτικό.
-Τι έπαθες; Προς τι ο αναστεναγμός;
-Δε χρειάζεται να ξέρεις.
-Όχι, όχι… Πες μου!
Εκείνος χαμογέλασε.
-Εννοώ ότι, ακόμα κι αν σου πω, δε θα με πιστέψεις.
-Τώρα πραγματικά θέλω να μάθω.
Δεν ήξερε τι ήθελε. Αρχικά όντως δεν ήθελε να της μιλήσει, αλλά τώρα ο χείμαρρος είχε ξεκινήσει να κυλάει. Κι η περιέργεια είναι ένας χείμαρρος ασίγαστος.
-Πόσο γνωριζόμαστε;
-Δεύτερη φορά σε βλέπω, μετά τη συνάντησή μας στο καφέ με την Ανθή.
-Αν σου πω ότι ήμασταν σε σχέση για πέντε χρόνια;
-Πέντε; Μα τι λες; Τα πέντε τελευταία χρόνια ήμουν με τον Σπύρο!
-Δεν εννοώ για τα προηγούμενα, αλλά για τα πέντε επόμενα.
-Τώρα λες μαλακίες.
-Δε σου είπα ότι δε θα με πιστέψεις;
Αυτή τη φορά αναστέναξε εκείνη.
-Άντε πες…
-Τα επόμενα πέντε χρόνια τα περάσαμε μαζί. Ζήσαμε μια υπέροχη σχέση, αλλά στη γέννα του παιδιού μας…
-Ναι;
Ήταν ολοφάνερο ότι δεν τον πίστευε.
-… Πέθανες. Ήμουν απαρηγόρητος. Η νοσοκόμα ήρθε με το παιδί μας στα χέρια της και τα μάτια της έλαμπαν. “Αν θέλεις να ξαναδείς τη γυναίκα σου, θα χάσεις το παιδί σου”. Δέχτηκα αμέσως. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτίστηκε για μια στιγμή και…
-Και;
-Ξαναβρέθηκα στον καφέ που ανέφερες, με την Ανθή. Τα πέντε χρόνια που είχαμε ζήσει ήταν σαν όνειρο, σαν μια αλλόκοτη ανάμνηση. Και να ‘μαστε εδώ.
Είχε σοκαριστεί. Έπαιζε ασυναίσθητα με τα μαλλιά της.
-Και τώρα τι; Γιατί αναστέναξες στην αρχή;
-Γιατί… Αν δε με θυμάσαι, ίσως να έχουν αλλάξει όλα. Ίσως να μην πεθάνεις, ίσως…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λόγια του. Τον άρπαξε και τον φίλησε. Ήταν η σειρά του να σοκαριστεί. Να της έλεγε την αλήθεια ή να την άφηνε στην ψευδαίσθηση που την είχε βυθίσει;