Είμαι εδώ
-Γεωργία, έχει αρχίσει και με στοιχειώνει όλο αυτό τελευταία.
-Ποιο δηλαδή;
-Ε να, τα βράδια νιώθω πως δεν υπάρχει κάποιος στο δίπλα δωμάτιο. Σαν να μην έχω συγκάτοικο.
-Είμαι πάντα εκεί, μη φοβάσαι.
-Τις νύχτες που ξυπνάω για να πάω στο μπάνιο, περνάω έξω από το δωμάτιό σου. Δεν ακούω ανάσα. Ένα βράδυ που είχες ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή, δε σε είδα στο κρεβάτι σου! Κι όμως, με είχες καληνυχτίσει και είχες πάει για ύπνο!
-Μην ανησυχείς. Είμαι και θα είμαι πάντα εδώ.
Η Γεωργία πήρε αγκαλιά τη Ζωή. Μπορούσε να καταλάβει την ανησυχία της αλλά τι να έκανε; Να άλλαζε τη φύση της; Ή να της έλεγε την αλήθεια; Τίποτα από τα δύο δε θα είχε το σωστό αποτέλεσμα.
Την καληνύχτισε και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Στράφηκε στη βιβλιοθήκη και χάιδεψε το τρίτο ράφι αριστερά, όπου υπήρχε μια κενή θέση. Έσυρε τα δάχτυλά της στο κενό και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλη της η ύπαρξη μετατρεπόταν σε λέξεις και περνούσε, σαν ένα κινούμενο τατουάζ, από το μπράτσο της στα ακροδάχτυλα κι από εκεί στην άδεια θέση. Μετά από λίγο έπαψε κάθε ήχος, ακόμα και η ανάσα της. Μόνο η ράχη του βιβλίου φαινόταν, στην οποία ήταν γραμμένος ο τίτλος: “Θέλω την ησυχία μου”.