Εκβιασμός

Τα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν στον ανελέητο άνεμο. Από κάτω του η άβυσσος. Ο πειρατής τον κρατούσε σφιχτά καθώς πετούσαν με απροσμέτρητα μεγάλη ταχύτητα.

“Έχω το γιο σου ακριβώς πάνω από το Νότιο Πόλο!” φώναξε ο πειρατής στη συσκευή στο χέρι του. “Δώσε στους άντρες μου πρόσβαση στη Νήσο Κιλιμάντζαρο και θα τον φέρω πίσω σώο κι αβλαβή”.

Σιωπή από τον ασύρματο. Το ήξερε. Το ήξερε πως ο πατέρας του δε θα υπέκυπτε στον εκβιασμό. Ο ιδρώτας του πειρατή έσταζε στα ρούχα του. Τον αηδίαζε.

“Θα τον αφήσω να πέσει!” φώναξε.

“Δε θα καταδικάσω τον λαό μου”, ακούστηκε η φωνή από τον ασύρματο. “Οι άντρες σου πολιορκούν μάταια το νησί”.

Και τότε τον άφησε. Έβλεπε από κάτω του τα κατάμαυρα νερά, την απεραντοσύνη του ωκεανού να πλησιάζει όλο και περισσότερο. Καθώς έπεφτε, ο πειρατής πετούσε γύρω του σαν ενοχλητική μύγα.

“Τον άφησα, βασιλιά! Δες τον καθώς πέφτει στο βασανιστικό του θάνατο! Σε λίγο θα τον έχει καταπιεί η θάλασσα!”

Ήξερε πως ο πατέρας του δε θα υπέκυπτε με τίποτα. Και γιατί να το έκανε άλλωστε; Έπεφταν με μεγάλη ταχύτητα κι ο πειρατής δούλευε τη μηχανή του Αυτόματου Φτερωτού Μανδύα στο τέρμα. Τα νερά πλησίαζαν.

Όταν έκρινε πως έφτανε, άνοιξε τα χέρια του κι αποκάλυψε τις δύο τουρμπίνες στους καρπούς του. Τις ενεργοποίησε και αμέσως το νερό από κάτω του έγινε πάγος σε ακτίνα δέκα χιλιομέτρων. Έπεσε στον πάγο βαριά, αν και η κινητική δύναμη της τουρμπίνας είχε μειώσει κάπως την ταχύτητά του. Ο πειρατής, ανίκανος να ελέγξει την ταχύτητα του Μανδύα, έπεσε με δύναμη στον πάγο.

Χαμογέλασε που τον είδε σε αυτή την κατάσταση. Σημάδεψε τον άντρα με την αριστερή του τουρμπίνα και πάγος κάλυψε όλο του το σώμα. Σταμάτησε πριν παγώσει ο ασύρματος τον αριστερό καρπό του άντρα.

“Πώς το έκανες;” είπαν τα χείλη του πειρατή που μελάνιαζαν.

Κάθισε δίπλα του, στον πάγο. “Είναι η τεχνολογία που ανέπτυξε ο λαός μας στα βάθη του βουνού εδώ και αιώνες. Εδώ που πατάμε, πριν δύο αιώνες υπήρχε πάγος. Λεγόταν Ανταρκτική”, ψιθύρισε.

Χτύπησε τον πάγο με τα πόδια του. “Τότε ο πάγος πήγαινε χιλιόμετρα κάτω, βαθιά μέσα στο νερό”.

“Πάγος… βαθιά… στο νερό;”

“Ναι. Μια ήπειρος, λένε οι γραφές, πολύ μεγαλύτερη από τα νησιά μας. Μόνο ίσως η Νήσος Ιμαλάια να είναι στο μέγεθός της”.

Τον πλησίασε και στάθηκε από πάνω του. Ανέβασε τον τόνο της φωνής του. “Ο πάγος δε θα αντέξει. Σε μία ώρα το αργότερο θα έχει λιώσει. Κι εσύ θα βυθιστείς και θα πεθάνεις αβοήθητος, παλεύοντας με τα κύματα. Αυτό δεν ευχήθηκες για μένα;”

Από τον ασύρματο ακούστηκε η φωνή. “Γιε μου, η αποστολή βοήθειας έρχεται. Πάγωσε μια ευθεία αντίθετα από τον ήλιο. Προχώρα προς τα εκεί και θα σε βρουν”.

“Άκουσα”, φώναξε στον ασύρματο και κοίταξε τον ήλιο. Σημάδεψε με την τουρμπίνα του το νερό και την ενεργοποίησε. Τα πόδια του ακόμα πονούσαν από τη σύγκρουση αλλά μπορούσε να κινηθεί. “Έρχονται να με πάρουν. Σε αντίθεση με σένα”, είπε χαμογελώντας ειρωνικά στον μελλοθάνατο πειρατή.