Εκείνη
“Με παρακολουθείς;”
Τα μάτια της είχαν καρφωθεί πάνω του.
Άρχισε να ιδρώνει. Αναστέναξε και πήρε την απόφαση.
“Ελπίζω να μην παρεξηγηθεί αυτό που θα πω”, είπε με τον λαιμό του στεγνό, “αλλά είσαι τόσο όμορφη, που χάθηκα για λίγο. Δεν παρακολούθησα αυτά που είπες”.
Εκείνη γέλασε, μάλλον αμήχανα, και κοίταξε γύρω της. “Έχει πολύ κόσμο εδώ. Έλα μαζί μου, θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάτι”.
Τον τράβηξε από το χέρι, μακριά από την έκθεση. Οι φωνές του κόσμου γίνονταν όλο και πιο απόμακρες.
Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Τι θα του ξεκαθάριζε; Τον πήγαινε στις τουαλέτες. Τη φαντάστηκε να τον κολλάει στον τοίχο και να τον φιλάει με πάθος. Κοκκίνησε και η έξαψή του μεγάλωσε και μόνο στη σκέψη.
Τώρα είχαν περάσει τον τελευταίο πάγκο. Κι αν… Αν ήταν ψυχοπαθής; Αν είχε κουραστεί να δέχεται τέτοια άβολα σχόλια και του έβγαζε μαχαίρι με το που τον απομόνωνε; Έτσι όπως τον τραβούσε, ο πανικός του έδιωξε κάθε θετική σκέψη.
Αλλά όχι. Δεν έμοιαζε για τέτοιος άνθρωπος. Βέβαια πού ξέρεις τι άνθρωπος είναι ο καθένας μας; Άνθρωπος…
Πλησίαζαν στην πόρτα. Κι αν δεν είναι άνθρωπος; Αν μέσα εκεί του αποκάλυπτε πως είναι άγγελος; Ή δαίμονας, που θέλει να τον σαγηνέψει; Βρικόλακας ίσως, που θέλει να του πιει το αίμα. Ή λυκάνθρωπος, που θα τον δαγκώσει μέχρι θανάτου ή θα τον μετατρέψει και τον ίδιο; Τι από τα δύο θα ήταν χειρότερο;
Κι αν ήταν εξωγήινος, που θέλει να τον απαγάγει;
Τελικά οι πιθανότητες να είναι απλά άνθρωπος ήταν οι μικρότερες.
Η πόρτα άνοιξε. Τον έμπασε μέσα. Παντού γύρω του σκοτάδι. Η πίεση στον καρπό του είχε εξαφανιστεί. Δεν άκουγε καν την ανάσα της.
“Πού είσαι;”
Καμία απάντηση. Έκανε ένα βήμα προς τα μέσα και ο αυτόματος φωτισμός φανέρωσε κάθε σκοτεινή γωνιά. Δεν υπήρχε κανείς.