Εντός
Έβρεχε έξω. Φανταζόταν τις σταγόνες στα μαλλιά του, το δέρμα του να ανατριχιάζει από τον κρύο αέρα.
“Είμαι έτοιμη”, του είπε.
“Ξεκίνα”.
Του μίλησε. Διστακτικά στην αρχή, αλλά με κάθε λέξη έπαιρνε δύναμη και συνέχιζε. Οι φόβοι της οι πιο κρυφοί, οι στιγμές για τις οποίες ντρεπόταν και την είχαν στοιχειώσει, τα όνειρα που ζητούσε απεγνωσμένα και κόντευε να συμβιβαστεί με την απουσία τους. Όλα αυτά χόρευαν στο μισοσκόταδο, στο μικρό εκείνο δωμάτιο, με τη χροιά της φωνής της μια να ημερεύει και μια να ψηλώνει.
Κι εκείνος μονάχα της χάιδευε τα μαλλιά, βλέποντας το νοερό υπερθέαμα γύρω τους, καθώς εκείνη βυθιζόταν όλο και περισσότερο στα έγκατα του νου της. Κι όταν εκείνη
αποκοιμήθηκε, έχοντας ξορκίσει πια τα ανείπωτα, έμεινε να ακούει τη ρυθμική της αναπνοή και τις σταγόνες που έπεφταν.
Έβρεχε ακόμα έξω. Αλλά η ζεστασιά μέσα στο δωμάτιο δεν άφηνε χώρο για κανένα κρύο.