Επίκληση
Η ομάδα ήταν σιωπηλή. Το σκοτάδι πυκνό, τα μαύρα κεριά μόλις που αχνοφώτιζαν τον χώρο. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους, σφίγγοντας τα χέρια τους σ’ έναν πλήρη κύκλο.
Η φλόγα των κεριών έσβησε ταυτόχρονα κι έπειτα, χωρίς προειδοποίηση, άναψαν και πάλι, με φλόγες πιο ζωηρές. Φωτεινό γαλάζιο έλαμπε πια και τόνιζε τον τρόμο στο βλέμμα των παρευρισκομένων.
“Τώρα τι;” ψιθύρισε τρομαγμένη μια κοπέλα.
“Σσσστ!” τη μάλωσε ο ιεροφάντης. Έπειτα, πολύ σιωπηλά, πλησίασε στη μέση του κύκλου και ψιθύρισε: “Πνεύμα, είσαι εδώ;”
Μια φωνή βραχνή, που λες και έβγαινε από το τσιτσίρισμα των κεριών, απάντησε: “Εσύ τι λες;”
Οι παριστάμενοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο ιεροφάντης πήρε τον λόγο: “Είσαι… μαζί μας;”
“Εσείς είστε μαζί μου…” απάντησε το πνεύμα μ’ έναν ρόγχο.
Η κοπέλα κοντανάσανε. Έκανε να πάρει το χέρι της αλλά ο ιεροφάντης της το έσφιξε. “Κράτα γερά!” τη μάλωσε.
“Σιωπή!” τσίριξε το πνεύμα.
“Τι κάναμε;” ψιθύρισε ένας άντρας, χλωμός απ’ τον τρόμο.
Το πνεύμα γέλασε και το γέλιο του ήταν μια σκοτεινή υπόσχεση ολέθρου. “Το θέμα είναι τι θα κάνετε τώρα…”
“Πνεύμα, υπάκουσέ με!” είπε με τρεμάμενη φωνή ο γέρος ιεροφάντης.
“Σκασμός!” ήρθε η μανιασμένη απάντηση. Ένα κύμα αέρα χτύπησε την ομήγυρη.
“Πνεύμα, υποτάξου!” είπε πάλι ο γέρος.
“Εσύ να υποταχτείς!” απάντησε το πνεύμα.
Σιωπή. Μόνο ο χλωμός άντρας συνέχισε να μουρμουρίζει “τι κάναμε;” ξανά και ξανά.
“Μέγα λάθος!” κακάρισε η αμείλικτη, ασώματη φωνή.
Ο ιεροφάντης κράτησε την ανάσα του. “Ξέρω τι κάναμε!” είπε και αναστέναξε.
“Τι;” αποτόλμησε η κοπέλα να ρωτήσει.
“Καλέσαμε ένα πνεύμα αντιλογίας!”