Επίσκεψη
“Καλησπέρα”.
Ανέβλεψα πάνω από τα έγγραφά μου. Είδα μπροστά μου έναν νεαρό άντρα.
“Καλησπέρα”, είπα. “Για τη συνέντευξη ήρθατε; Ήμουν έτοιμος να κλείσω το γραφείο…”
Κοίταξα το ρολόι τοίχου. Είχε πάει δώδεκα; Πόσα πρόσωπα είχα δει σήμερα; Έπρεπε να τον ξεφορτωθώ γρήγορα. Εξάλλου είχα βρει ήδη πέντε υποψηφίους για τις θέσεις.
“Όχι”, είπε. “Δεν ήρθα για τη συνέντευξη. Ήρθα την κατάλληλη ώρα, πιστεύω”.
Έμεινα με το χέρι να χαϊδεύει δύο σελίδες με σημειώσεις. Στεκόταν ευθυτενής κι αλύγιστος. “Τότε γιατί ήρθατε;”
“Διότι πρέπει να σας μιλήσω. Ένιωσα δηλαδή την ανάγκη…”
Με παραξένευε όλο και περισσότερο. “Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα; Πώς ξέρατε ότι θα με βρείτε εδώ;”
Κοίταξα τον δρόμο, πέντε ορόφους κάτω. Το φως στο γραφείο μου ούτε θα φαινόταν πίσω από τη φυλλωσιά της φλαμουριάς.
“Κι εσείς στη θέση μου το ίδιο θα κάνατε. Αν είχατε τη δυνατότητα δηλαδή…”
Έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση. Ίσως πριν πέντε ώρες να τον άκουγα ευχάριστα. Όμως δεν είχα πια και τόση υπομονή, ειδικά έτσι όπως στεκόταν μπροστά μου.
“Ποια δυνατότητα, κύριε; Τι θέλετε από μένα;”
Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως ήταν κάποιος επικίνδυνος τύπος. Άρχισα να ιδρώνω και τα πόδια μου χτυπούσαν νευρικά το πάτωμα πίσω από το γραφείο.
“Για παράδειγμα, αν μπορούσατε να γυρίσετε πίσω τον χρόνο, τι θα κάνατε;” ρώτησε.
Υποθετικές συζητήσεις βραδιάτικα… Μήπως ήταν βαλτός του Μεγάλου, που τσέκαρε τις ηθικές μου αξίες; Ταίριαζε σε τεστ προς υπεύθυνο προσωπικού…
“Για αρχή, θα ταξίδευα στη Γερμανία και θα διαπαιδαγωγούσα αλλιώς τον Χίτλερ”.
Ναι, έτσι. Όχι “θα σκότωνα”. Μη φανώ και βίαιος στο αφεντικό.
“Μάλιστα”, είπε κι επιτέλους κάθισε απέναντί μου. “Πολύ ωραίο το παράδειγμά σας. Κι εγώ αυτό σκέφτηκα κι αφού βρήκα την ευκαιρία, ήρθα κατευθείαν σε σας. Έχουμε πολλά να πούμε”.