Επιγραφή
“Μην αγγίζετε”, έλεγε η επιγραφή. Κοίταξε τριγύρω, όπου με χαρτιά, χαρτόνια και μπογιές, είχε γραφτεί το ίδιο μήνυμα, σε διάφορες παραλλαγές. Μάλιστα ένας -τι θράσος!- το είχε χαράξει πάνω στην πέτρα, μαγαρίζοντας ένα έργο μάλλον από την αρχαϊκή εποχή.
Σήκωσε το βλέμμα. Όλοι οι επισκέπτες ήταν αφοσιωμένοι αλλού. Ένας φύλακας συνομιλούσε με μια κοπέλα. Γύρισε προς τον βωμό. “Βωμός των Δακρύων”, διάβασε. Μαγεμένος, χάιδεψε το μάρμαρο.
Ο δυνατός αέρας τού χτύπησε το πρόσωπο. Πού βρισκόταν; Γύρω του μορφές με χοντρούς χιτώνες και αναμμένα δαδιά. Γιατί είχαν μαζευτεί μέσα στη νύχτα στο δάσος; Τι δουλειά είχε ο ίδιος εκεί; Άκουσε κλάματα. Μια νεαρή γυναίκα προσπαθούσε να ξεφύγει, ενώ τρία άτομα την τραβολογούσαν να έρθει στον βωμό. Κατάλαβε αμέσως τι επρόκειτο να συμβεί. Ήταν μια φριχτή αντίθεση η μανιασμένη κοπέλα και η σιωπηλή, ακίνητη ομήγυρη. Θα ήθελε να μην μπορούσε να βλέπει αλλά είδε. Με το που το αίμα πετάχτηκε, η εικόνα χάθηκε από μπροστά του.
Ο δυνατός ήλιος τού χτύπησε το πρόσωπο. Όλοι γύρω του φορούσαν λεπτούς μανδύες και συνομιλούσαν χαρούμενα. Ένας κυνηγός δεχόταν τα συγχαρητήρια όλων, καθώς κουβαλούσε στις πλάτες του το ελάφι, το οποίο μάλλον είχε πιάσει ο ίδιος. Τρεις άντρες έσπευσαν να τον βοηθήσουν και να δέσουν το ζώο στον βωμό. Το ελάφι έμοιαζε ναρκωμένο. Μακάρι να ζούσε τη νάρκη του ελαφιού, αλλά δεν μπορούσε. Είδε, είδε τα πάντα.
Τα πάντα. Το κατσικάκι, το ελαφάκι, το σκλαβάκι… Ένιωθε πως όσο τα χρόνια περνούσαν, όσο θα έφτανε στις αναίμακτες θυσίες, όλα θα γίνονταν καλύτερα. Αλλά εκεί τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Τα λουλούδια και τους καρπούς έμενε να τα βλέπει για ώρες, για μέρες, παρακολουθώντας τα να χάνουν το χρώμα τους, να μαραίνονται και να σαπίζουν. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορούσε. Λυγμοί μόνο έβγαιναν από το στόμα του.
Μπροστά του είδε ένα έκθεμα. Κοίταξε γύρω του. Ο φύλακας ακόμα μιλούσε με την κοπέλα, οι επισκέπτες ακόμα χαζολογούσαν και τραβούσαν φωτογραφίες μακριά από εκείνη τη σκοτεινή γωνιά. “Βωμός των Δακρύων”, διάβασε πνιχτά. Κοίταξε τα δικά του δάκρυα που έβρεχαν το πάτωμα κι έπειτα την κρύα, στεγνή πέτρα μπροστά του. Σηκώθηκε και περπάτησε, φεύγοντας μακριά. Δεν άντεξε. Πριν απορροφηθεί από την πραγματικότητα, γύρισε κι έριξε μια ματιά στον βωμό. Μια τελευταία ματιά, που του επιφύλασσε μια ακόμα έκπληξη.