Επιλογή
Να επιλέξω… Να επιλέξω… Είναι τόσο σημαντικό, θα πρέπει να…
Το κεφάλι μου γύριζε, η ανάσα μου είχε κοπεί. Δεν είχα τη δύναμη ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Θέλησα να φωνάξω ‘βοήθεια’, αλλά μονάχα ένα ρόγχος έβγαινε. Μέσα στον πανικό μου προσπάθησα ξανά ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Προσπάθησα και ξαναπροσπάθησα.
Ανάσανα ελεύθερα. Έβλεπα πια. Το φως του ήλιου που περνούσε μέσα απ’ τα κλαδιά με ενοχλούσε. Σφάλισα τα μάτια μου. Τα τιτιβίσματα των πουλιών τρυπούσαν τ’ αυτιά μου, λες και τα όλα τα πουλιά του δάσους είχαν αποφασίσει να κάνουν συναυλία στους ώμους μου. Τα χέρια μου έπιαναν χώμα και πεσμένα φύλλα. Κάτι άλλο επίσης ταρακουνούσε τα φύλλα, σαν βήματα. Κάτι δροσερό, γλυκό και υγρό άγγιξε τα χείλη μου. Βρήκα τη δύναμη και σηκώθηκα.
Κοίταξα γύρω μου. Το δάσος πήγαινε ως εκεί που έβλεπε το μάτι, ανηφορίζοντας σε μια βουνοπλαγιά. Απ’ την άλλη έβλεπα μακριά τη θάλασσα. Τη θέα μου έκρυβε εκείνη. Τα κατάξανθα μαλλιά της παιχνίδι του ανέμου και τα μεγάλα της μάτια καρφωμένα πάνω μου. Ενοχλήθηκα κάπως απ’ το αδιάκριτο βλέμμα. «Ποια είσαι;»
«Με λένε Αλεξάνδρα. Έλα μαζί μου».
«Αλεξάνδρα… Σημαίνει, ‘αυτή που απωθεί τους άντρες’; Που τους απομακρύνει;»
Γέλασε πνιχτά και μου έκλεισε το μάτι. Προχώρησε.
Την ακολούθησα καθώς πήγαινε προς την παραλία. Πού βρισκόμουν; Δε γνώριζα το μέρος. Δεν έμοιαζε καθόλου με το… Με το ποιο; Από πού ήμουν;
Σταμάτησα απότομα.
«Αλεξάνδρα, πες μου… Από πού είμαι;»
«Δε θυμάσαι; Θα θυμηθείς σύντομα», είπε εκείνη καθώς κατηφόριζε. Δε σταμάτησε και μου έκανε νεύμα να συνεχίσω. Τα πόδια μου πια πατούσαν στην άμμο. Με το πρώτο βήμα μου εκεί, μου ήρθε στο μυαλό μια εικόνα: μια γλάστρα με άμμο κι έναν κάκτο, σ’ ένα ξύλινο τραπέζι. Ένα μαγαζί, με κόσμο να κάθεται…
«Αλεξάνδρα, περίμενε. Πού με πας; Είναι ένα μέρος στο οποίο θα έπρεπε να είμαι…»
Εκείνη αγνόησε τα λόγια μου και συνέχισε να περπατά. Το αέρινο, γαλάζιο της φόρεμα άφηνε τις πτυχώσεις του να χορεύουν στον ρυθμό της θαλασσινής αύρας. Μύριζε αλάτι.
Αλάτι. Το κοκτέιλ που έπινα εκείνη την ώρα είχε μια έξτρα αλμυρή επίγευση. Εκείνη την ώρα… Την ώρα που έκανα τι; Με βασάνιζε πολύ αυτό. Κάπου ήμουν και συνέβη κάτι σημαντικό.
Η Αλεξάνδρα, που δε βασανιζόταν από τέτοιες ανησυχίες, σκαρφάλωσε σ’ έναν βράχο και κάθισε, κοιτώντας τα κύματα που έσκαγαν ορμητικά.
«Περιμένεις κάποιον; Ή κάτι;» ρώτησα.
«Εσένα περιμένω», είπε.
Έμεινα άναυδος. Τι εννοούσε;
«Τι ακριβώς περιμένεις από εμένα;»
«Να θυμηθείς. Κοίτα το απέραντο γαλάζιο και θυμήσου».
Αυτή η ανησυχία μου, η ανάγκη μου να θυμηθώ το μέρος, το σκηνικό… Καθώς κοιτούσα τη θάλασσα, η εικόνα εισέβαλε στο μυαλό μου.
Μια οικογένεια, μια μητέρα με δύο παιδιά. Α ναι, η Δήμητρα και η… Η Άννα και ο Γιάννης. Τα παιδιά μου. Η οικογένειά μου.
Μου κόπηκε η ανάσα. Θυμόμουν. Θυμήθηκα τον άντρα με το τεράστιο μαχαίρι. Μπήκε στο μαγαζί κι απειλούσε τον κόσμο. Η Άννα τρόμαξε και κρύφτηκε στην αγκαλιά της Δήμητρας, ενώ ο Γιάννης… Ω, ο Γιάννης! Γιατί είχε επηρεαστεί τόσο απ’ τις ταινίες που έβλεπε; Ειδάλλως δε θα ορμούσε στον εγκληματία έτσι απερίσκεπτα. Αλλά μια ακόμα μορφή ξεπεταγόταν στην άλλη άκρη του μπαρ. Η Αλεξάνδρα. Δε θα έπρεπε να είναι εκεί. Δεν είχε άλλη επαφή με το περιβάλλον. Μόνο οπτική επαφή μαζί μου.
Οι ανάσες που έπαιρνα ήταν κοφτές. Κοιτούσα ξανά το πέλαγος. «Τι ήταν αυτές οι… παραισθήσεις;»
«Δεν ήταν παραισθήσεις», είπε ήρεμα η Αλεξάνδρα. «Ήταν αναμνήσεις».
«Αναμνήσεις! Αυτά… συνέβησαν; Όσο έβλεπα τις εικόνες, μου έμοιαζαν πραγματικά. Σαν να ήταν… η οικογένειά μου!»
«Ήταν όντως η οικογένειά σου».
Μπερδεύτηκα. «Αλεξάνδρα, πού είμαστε; Πρέπει να φύγω! Πρέπει να πάω σ’ αυτούς. Δεν ξέρω τι έγινε, τα παιδιά…»
«Είναι όλοι τους καλά».
Θύμωσα. «Δε μου φτάνει να το λες. Πρέπει να πάω! Βοήθησέ με!»
Αναστέναξε. «Δεν μπορείς να πας. Έχεις κάνει την επιλογή σου».
Την επιλογή μου; Θυμήθηκα το αίσθημα δυσφορίας που ένιωθα πριν ξυπνήσω στο δάσος. «Τι επέλεξα;»
«Επέλεξες να έρθεις μαζί μου, εδώ. Δεν υπάρχει επιστροφή».
Ένιωσα το αίμα να φεύγει απ’ το πρόσωπό μου. «Μα… πρέπει να γυρίσω. Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Πού είμαστε;»
«Είμαστε εκεί που επέλεξες να είσαι».
Εκνευρίστηκα με τις αινιγματικές δηλώσεις της. Γιατί δε μου απαντούσε ξεκάθαρα; Και γιατί η μνήμη μου ήταν τόσο θολή;
«Τι επέλεξα; Ποια επιλογή;»
«Έκανες την επιλογή σου, να τους σώσεις όλους. Αν δεν έκανες αυτή την επιλογή, ο μανιασμένος άντρας που είχε μπει στο μαγαζί θα τους είχε δολοφονήσει».
Τα έλεγε τόσο ήρεμα! «Και τι έγινε μετά την επιλογή μου δηλαδή;»
«Η επιλογή είχε αντάλλαγμα τη ζωή σου. Εγώ είμαι η Φύλακας της Ανταλλαγής και σε πήρα μαζί μου. Δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω. Θα μείνεις εδώ για πάντα».
«Αλεξάνδρα… Αυτή που απωθεί, που απομακρύνει τους άντρες», είπα.
«Αυτή που απομακρύνει τους άντρες απ’ τη ζωή τους, όταν κάνουν την επιλογή. Όταν γίνουν ήρωες».
«Είμαι ήρωας; Εγώ;»
«Όλοι εκεί ξέρουν πια τ’ όνομά σου. Θα γίνει άγαλμα στην πλατεία απ’ έξω. Η οικογένειά σου θα σε μνημονεύει για γενιές. Η πράξη που έκανες όταν δέχτηκες την επιλογή ήταν αξιοθαύμαστη, κι ας μην τη θυμάσαι».
«Επιτέθηκα στον άντρα;»
Η Αλεξάνδρα μου έδειξε ένα σημείο κάτω απ’ τον βράχο. Σκαρφάλωσα δίπλα της και κοίταξα κάτω. Ένας σκελετός κειτόταν δίπλα στο κύμα, μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι, μισοθαμμένο στην άμμο.
«Αυτός ήταν; Εγώ ποιος είμαι; Γιατί δε θυμάμαι τ’ όνομά μου;»
«Είναι το μόνο που δε θα μπορέσεις να θυμηθείς ποτέ σου. Αλλά είσαι ήρωας. Μακριά, στον κόσμο που άφησες πίσω, θυμούνται όλοι οι άλλοι τ’ όνομά σου. Τι σημασία έχει που δεν το θυμάσαι εσύ;»