Εφιάλτης
Η Αναστασία βρισκόταν στον υπολογιστή της, όπως συνήθιζε. Σκρόλαρε προς τα κάτω, βλέποντας αδιάφορες ειδήσεις. Μα ποιον ενδιέφεραν αυτά;
Ξαφνικά ένα μήνυμα πετάχτηκε στην οθόνη της. Ένα μήνυμα με ένα κόκκινο σήμα κι ένα μεγάλο θαυμαστικό μέσα. Διάβασε έκπληκτη “Από την εταιρεία: μόλις προσπεράσατε τρεις ειδήσεις που έχουν χαρακτηριστεί υποχρεωτικές. Εντοπίσαμε πως δεν αντιδράσατε. Προσοχή: η συμπεριφορά σας αυτή θα έχει συνέπειες”.
Δεν υπήρχε επιλογή “κλείσιμο”. Μόνο μία επιλογή: “Θα συμμορφωθώ”. Η κοπέλα φοβήθηκε. Έκλεισε το πρόγραμμα κι έμεινε να κοιτάει το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι. Τι της
είχε συμβεί; Ένιωθε ένοχη που δεν αντέδρασε σε κάτι τυχαίες δημοσιεύσεις. Παράνομη μάλλον, ακόμα χειρότερα. Με ενοχές που της δημιούργησαν άλλοι.
Δεν άντεξε. Ξαναμπήκε. Πέρασε προσεκτικά από κάθε δημοσίευση και προσπάθησε να δείξει ενδιαφέρον. Αντέδρασε όπως πίστευε σε καθεμία από αυτές, χωρίς να προσπεράσει καμία. Περίμενε κάποιο μήνυμα επιβράβευσης. Το μήνυμα δεν ήρθε ποτέ.
Τρόμαξε. Ένιωσε ένα περίεργο, αυστηρό μάτι να την παρακολουθεί και να την κατακρίνει. Γύρισε και κοίταξε πίσω της απότομα. Τίποτα. Μόνο ο τοίχος. Τότε το συνειδητοποίησε: το Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης της έκανε κακό. Η απόφαση πάρθηκε σε δευτερόλεπτα. Πήγε στις ρυθμίσεις για να απενεργοποιήσει τον λογαριασμό της. Δεν υπήρχε πουθενά τέτοια επιλογή. Το κεφάλι της άρχισε να κουδουνίζει. Ίδρωσε. Κλίκαρε μέσα στον πανικό πια.
Πήγε να πάρει το χέρι της αλλά το ένιωσε κολλημένο. Το κοίταξε και σάστισε: το χέρι της είχε γίνει ένα με το ποντίκι. Μέταλλο και σάρκα είχαν ενωθεί μ’ έναν τρόπο ανόσιο, αποκρουστικό.
Η τσιρίδα που έβγαλε την ξύπνησε. Ησυχία. Ακόμα άκουγε στο μυαλό της την ίδια της τη φωνή, ενώ το όνειρο δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ τη σκέψη της. Πήρε βαθιές ανάσες. Ένα όνειρο ήταν, σκέφτηκε. Ένα ηλίθιο όνειρο…
Έπρεπε να κάνει κάτι για να ηρεμήσει. Τι όμως; Μετά από δισταγμό λίγων δευτερολέπτων, άνοιξε τα δεδομένα και χάθηκε στον κόσμο του ίντερνετ. Τη μόνη της παρηγοριά.