Η Στάση 1
“Έι, εσύ!”
Ποιος ήταν πάλι αυτός; Κοίταξε βιαστικά τον ηλεκτρονικό σηματοδότη των δρομολογίων. Το λεωφορείο της θα ερχόταν σε 45 λεπτά. Έπειτα έριξε το βλέμμα της στον μεσήλικα. Αν ήσουν δέκα χρόνια νεότερος, θα το σκεφτόμουν. Κι αν δε φορούσες αυτή τη γελοία πορτοκαλί μπλούζα. Κι αν δεν ήταν δέκα το βράδυ και δεν ήμουν μόνη σ’ αυτή τη μοναχική στάση λεωφορείου.
Άφησε τις σκέψεις της στην άκρη και τον κοίταξε στα μάτια. “Παρακαλώ”.
Ας ελπίσουμε ότι δε θα είναι κανένας πολύ περίεργος, σαν τον χτεσινό. Οι λίγο περίεργοι υποφέρονται.
“Με λένε Μάξιμο Μελετόπουλο. Μη φοβάσαι, δε θα σε πλησιάσω ούτε έχω κακούς σκοπούς. Θέλω μόνο να σου κάνω μια πρόταση”.
Καλό σημάδι. Ενσυναίσθηση, ευγένεια και αποστάσεις. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Βέβαια θα μπορούσε να είναι και τετραπέρατος δολοφόνος, από αυτούς που ξεγελάνε το θύμα και μετά δεν αφήνουν ίχνη.
Του χαμογέλασε. “Πες μου”.
“Έχεις να περιμένεις πολλή ώρα στη στάση αυτή;”
Ζητάει πληροφορίες… Κακό σημάδι. Κι εκεί που είχα αρχίσει να χαλαρώνω μαζί του…
“Εεε, ναι. Γιατί ρωτάτε;”
“Κάθε βράδυ φεύγω απ’ την απίστευτα βαρετή δουλειά μου και πηγαίνω σπίτι από άλλο δρόμο. Πρώτη φορά έρχομαι από εδώ, έτσι, για την αλλαγή. Φαντάζεσαι πόσο μπορεί να βαριέμαι;”
Δε με νοιάζει πόσο βαριέσαι, ρε φίλε. Εμένα δε με λυπάσαι;
“Και η πρόταση;”
“Αν έχεις χρόνο, θα περνάω απ’ τη στάση και θα σου διαβάζω ένα διήγημά μου τη φορά. Αν μας μένει χρόνος, μου λες τη γνώμη σου. Μετά φεύγω και φεύγεις. Τι λες;”
Μια χαρά πρόταση μοιάζει! Αρκεί να μείνει εκεί…
Έγνεψε καταφατικά κι ο τύπος έβγαλε από ένα τσαντάκι στην πλάτη του ένα τετράδιο. Δεν κάθισε, δεν την πλησίασε. Μονάχα άρχισε να διαβάζει, με μια φωνή πιο βαθιά απ’ τη κανονική του.
“Κοπελιά, το λεωφορείο σου!”
Τι; Α, ναι! Τα φώτα την είχαν τυφλώσει και ο οδηγός την κοιτούσε επίμονα, με ανοιχτή την πόρτα. Πόση ώρα είχε μείνει εκεί, κοκαλωμένη; Έτρεξε προς την πόρτα και γλίστρησε πάνω στη φούρια της. Πιάστηκε απ’ την πόρτα κι ανέβηκε. Όταν γύρισε να δει τον άντρα, εκείνος δεν ήταν πια εκεί.