Η Συνάντηση

Η τεράστια αίθουσα είχε ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα. Ή μήπως πήγαινε προς το ροζ; Δύσκολο να πει κανείς. Μάλλον θα υπήρχε ένα περίεργο όνομα γι’ αυτό, όμως δεν είχε τον χρόνο να το ψάξει. Εξάλλου είχε τόσο πολλά να δει…
Πήρε μια σαμπάνια από έναν σερβιτόρο που περνούσε. Όταν το ψηλόλιγνο κορμί πέρασε από μπροστά του, έμεινε έκθαμβος! Απέναντί του στεκόταν μια αιθέρια ύπαρξη: Μαλλιά ανοιχτά κόκκινα, πιασμένα ψηλά, με αφέλειες να πέφτουν μπροστά στο πρόσωπο. Φόρεμα λαμπερό πράσινο, που άφηνε δυο καλοσχηματισμένους ώμους να διαφαίνονται. Δέρμα σταρένιο.
Τον κοιτούσε κι εκείνη, σίγουρα πιο διακριτικά απ’ ό,τι εκείνος, που την έτρωγε με τα μάτια. Είχε έρθει να δει έργα τέχνης εκείνη τη βραδιά, αλλά τι πιο όμορφο υπήρχε από εκείνην; Την πλησίασε και η απόσταση που διήνυσε του φάνηκε πολύ μεγάλη. Θυμήθηκε το ηλίθιο παράδοξο του Ζήνωνα, πως καμία απόσταση δεν μπορεί να καλυφθεί πραγματικά, επειδή πάντα χρειάζεται να καλύψουμε πρώτα μια υποδιαίρεσή της. Αυτό το παράδοξο του έμοιαζε πραγματικότητα πια.
Έφτασε τελικά. Εκείνη τον περίμενε με ένα ελαφρύ μειδίαμα αλά Τζοκόντα. Απ’ το μυαλό του πέρασαν δεκαπέντε κλισέ. Διάλεξε ένα στην τύχη: “Ασχολείστε με τη μόδα;”
“Όχι”, είπε εκείνη. Τζίφος. Άρνηση. Παραδόξως, η κοπέλα συνέχισε: “Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;”
“Διακρίνω ένα πηγαίο ταλέντο στην αισθητική κι αναρωτήθηκα μήπως εσείς…”
“Αν κόψεις τον πληθυντικό, θα πάνε όλα καλά”, τον διέκοψε χαμογελώντας πλατιά.
“Άλκης”, της είπε τείνοντας το χέρι του. Δεν έτρεμε. Τι άθλος!
“Άννα”, απάντησε η κοπέλα. “Γιατί είσαι εδώ απόψε, Άλκη;”
Για να σε θαυμάσω, σκέφτηκε ο Άλκης. Φυσικά δεν το είπε. “Χμμμ, βρισκόμαστε σε μια ανοιχτή έκθεση ζωγραφικής με έργα που μιμούνται την αναγεννησιακή τέχνη. Οπότε μάντεψε!”
Εκείνη έβαλε χαριτωμένα το δάχτυλο στα χείλη κι έκανε πως σκέφτεται. “Μήπως για να δεις τα έργα;”
“Έξοχα!” απάντησε ο Άλκης. “Μέσα στο μυαλό μου είσαι! Λοιπόν, πάμε να τα δούμε; Ριζώσαμε εδώ πέρα!”
“Πάμε”, είπε πρόσχαρα η Άννα και προπορεύτηκε. “Ίσως έτσι να μάθεις τελικά με τι ασχολούμαι”.
Εκείνος την ακολούθησε. Της ζήτησε να βαθμολογεί τους πίνακες που του φαίνονταν ενδιαφέροντες. Έπειτα συζητούσαν για λεπτομέρειες. Η τύπισσα είχε πολύ καλό μάτι. Ήταν μια απλή βραδιά, που είχε εξελιχθεί όμως σε αγνή μαγεία.
“Σε ποιο έργο τέχνης θα έδινες εσύ τη μεγαλύτερη βαθμολογία;” τον αιφνιδίασε η Άννα και πόζαρε μπροστά του.
Σε σένα φυσικά, σκέφτηκε να πει ο Άλκης. Φυσικά δεν το έκανε.
“Πάμε προς τα εκεί;” της έδειξε. “Πιστεύω πως εκεί είναι το έργο τέχνης που ψάχνω”.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και τον ακολούθησε με αέρινα βήματα. Καθώς περνούσαν μπροστά από πίνακες και κάδρα, η απαλή μουσική τους ταξίδευε.
Έφτασαν μπροστά σε έναν πίνακα διαφορετικό. Μετά από έναν εξευτελιστικά μεγάλο αριθμό διαδοχικών προσωπογραφιών, βρέθηκαν μπροστά σε έναν πίνακα με ένα δέντρο. Απλό το θέμα, αλλά τόσο πλούσια η αισθητική, τόσο καθηλωτική η λεπτομέρεια…
Η Άννα στάθηκε μπροστά στον πίνακα. Ήταν ό,τι έπρεπε για φωτογραφία. “Αυτό είναι ό,τι ομορφότερο είδες απόψε;” τον ρώτησε χαμογελώντας.
“Ναι…” είπε εκείνος με κομμένη την ανάσα.
“Εξηγήσου!” του είπε.
Πλησίασε εκείνην και τον πίνακα. “Κοίταξε εδώ, πόσο φυσικά φαίνονται οι καρποί. Το φως του ήλιου, τα μισοκρυμμένα φύλλα…”
Άλλα ήθελε να πει, αλλά βρήκε καλύτερη ιδέα το να μιλήσει για τον πίνακα.
Η Άννα χαμογέλασε. “Άλκη, σου έδωσε τρεις ευκαιρίες. Απάντησες λάθος και στις τρεις. Αντίο”.
Εκείνος ένιωσε τεράστια έκπληξη απ’ την απότομη δήλωσή της. Η κοπέλα πάτησε πάνω στο κάδρο και μ’ ένα σάλτο χάθηκε μέσα στον πίνακα. Την είδε να φεύγει και να εξαφανίζεται πίσω απ’ το δέντρο, με τα κόκκινα μαλλιά της να λάμπουν στον ήλιο του πίνακα. Εκείνο το δέντρο, που τόσο το είχε θαυμάσει, το μίσησε καθώς έκρυβε την κοπέλα που πριν λίγες στιγμές βρισκόταν δίπλα του.
Γύρισε και κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν είχε δώσει σημασία στο θαύμα που είχε εκτυλιχτεί μπροστά του. Ένας νεαρός σερβιτόρος τον είδε αποσβολωμένο και του πρόσφερε ένα ποτό. Καθώς έφευγε, καμία αιθέρια ύπαρξη δε φάνηκε πίσω του. Ο Άλκης αναστέναξε βαθιά και κοίταξε για μια τελευταία φορά τον πίνακα. Μια μηλιά ήταν. Πόσο μπορεί να του άρεσε μια μηλιά πριν ένα λεπτό;