Κάρμα
Περίμενε. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, χωρίς διάλειμμα. Του είχε γίνει τόσο έμμονη ιδέα, που κάποια στιγμή κοντοστάθηκε και είπε: “Μα καλά, η αναμονή δε θα έπρεπε να είναι πιο ξεκούραστη απ’ τη δράση;” . Κι όμως, δεν είναι.
Αποφάσισε να βγει να την ψάξει. Ήξερε τα στέκια της. Θα του έτρωγε ολόκληρο το απόγευμα αλλά ήταν αποφασισμένος. Τι είχε να χάσει εξάλλου; Η αναμονή τον κατέτρωγε σαν το σαράκι και δεν το άντεχε άλλο.
Μόλις είχε ξεμυτίσει από τη γειτονιά του κι άρχισε να βρέχει. Γαμώτο, δεν είχε πάρει ομπρέλα. Δεν έχει σημασία. Την έψαξε. Μέσα από τα βρεγμένα τζάμια, οι θαμώνες των μαγαζιών έδειχναν διαφορετικοί, ευτυχισμένοι σε μια άλλη διάσταση. “Ευτυχισμένοι επειδή δεν ψάχνουν, δεν περιμένουν”, σκέφτηκε. “Ευτυχισμένοι επειδή βρίσκονται εκεί που θέλουν”.
Τη βρήκε στο τέλος της βόλτας του, όταν ο κύκλος που είχε κάνει τον έφερε κοντά στη γειτονιά του πάλι. Ανάμεσα στους όμορφους, ξέγνοιαστους ανθρώπους ήταν η πιο όμορφη και ξέγνοιαστη. Η καφετέρια ήταν και το δικό του στέκι, οπότε τον φώναξαν να μπει μέσα. Τον χαιρέτησαν οι γνωστοί του. Όχι εκείνη.
Εκείνη ήταν απορροφημένη απ’ τη συζήτηση της. Όταν την πλησίασε ήταν οργισμένος. Οργισμένος με τι όμως; Μάλλον ήταν οργισμένος από την ηρεμία της: του φαινόταν άδικη, μιας και ο ίδιος έβραζε μέσα του. Της μίλησε ήρεμα: “Γιατί δε μου έστειλες εδώ και μια εβδομάδα;”
“Α, σου είχα υποσχεθεί;” είπε εκείνη παίρνοντας ένα μισοκακόμοιρο, χαριτωμένο ύφος. “Συγνώμη, ξεχάστηκα!”
Δεν της είπε τίποτα άλλο. Δεν ήθελε να της χαρίσει ούτε τον θυμό του ούτε τη δυσαρέσκειά του. Δεν ήθελε να της χαρίσει τίποτα δικό του πια. Προσπέρασε τότε φίλους του αμίλητος και γύρισε σπίτι του. Δεν έβρεχε πια. Όταν έφτασε έξω απ’ την πόρτα του, τον περίμενε μια κοπέλα. Δεν την θυμόταν καλά αλλά κάπου την ήξερε…
“Δε με θυμάσαι, ε;” τον ρώτησε εκείνη. Άρχισε να κλαίει. “Κι εγώ εδώ κι ένα μήνα, παρά τις συμβουλές της φίλης μου, περίμενα τηλέφωνό σου. Είμαι τόσο ηλίθια!”
Του έριξε ένα τελευταίο, απαξιωτικό βλέμμα κι έφυγε. Εκείνος δεν πρόλαβε ούτε το όνομά της να ρωτήσει. Ναι, θυμόταν πού την είχε γνωρίσει -ακόμα και με ποια παρέα- αλλά την είχε ξεχάσει εντελώς.