Κέικ

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έβαλε το γάντι στο αριστερό της χέρι. Με το άλλο άνοιξε τον φούρνο και έβγαλε προσεκτικά το κέικ. Πήρε κι άλλη βαθιά ανάσα. Κοίταξε τη μορφή που καθόταν στο τραπέζι. “Είσαι έτοιμη;” ρώτησε εκείνη, με τη φωνή της να βγαίνει απ’ την άβυσσο.

“Είμαι έτοιμη”, είπε κι έκοψε το κέικ. Αίμα ανάβλυσε απο τη χαραγματιά. Έκλεισε τα μάτια της.

“Δεν ήσουν”, είπε η μορφή. “Πάμε πάλι”.

“Είμαι έτοιμη”.

Κοίταξε το άθικτο κέικ μπροστά της. Έπιασε το μαχαίρι κι έκοψε ένα κομμάτι. Τι ήταν αυτό μπροστά της; Δάχτυλο; Έκλεισε τα μάτια της.

“Ξανά”.

“Είμαι έτοιμη”.

Έκοψε το κομμάτι. Από το γλυκό έπεσε ένα κέρμα και στριφογύρισε στο τραπέζι. Μόλις έπεσε στη μια μεριά του, πάνω του φάνηκε η δαιμονική μορφή, με εκείνο το χαμόγελο, το τραβηγμένο ως τα αυτιά…

“Άλλη μία”.

“Είμαι έτοιμη”.

Κούφια λόγια. Ήταν; Έκοψε το κέικ, φοβούμενη για το τι θα αντικρίσει αυτή τη φορά. Δεν υπήρχε τίποτα. Μαύρο. Κενό. Όχι, κάτι ερχόταν με ταχύτητα, ένα φως. Ένα άστρο. Όχι, γαλαξίας. Το μέγεθός του κατέκλυσε την κουζίνα, το οπτικό της πεδίο, την ίδια της την ύπαρξη. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό.

Ήταν στο πάτωμα. Σηκώθηκε τρέμοντας ολόκληρη. Η μορφή στο τραπέζι την κοιτούσε με τα ψυχρά μάτια της, τα χωμένα μέσα στις κόγχες. “Ούτε ένα κέικ δεν μπορείς να κόψεις;”

Εκείνο στεκόταν φουσκωμένο κι ανέγγιχτο στο τραπέζι. Περήφανο θαρρείς. “Έχεις πεθάνει”, είπε στη μορφή. Έκοψε αποφασιστικά το κέικ. Πήρε το κομμάτι, κάθισε στο τραπέζι και το δάγκωσε. Γλυκό, κάπως μαλακό. Ήθελε λίγο παραπάνω ψήσιμο. Ας είναι. Δεν είναι τέλειο, αλλά μου αρκεί. Κοίταξε τις άδειες καρέκλες γύρω της. Το τραπέζι μπροστά της ήταν έτοιμο να δεχτεί την πρώτη της επιτυχία.