Καθαρά Δευτέρα

Πάντα της άρεσε της γιαγιάς μου η Καθαρά Δευτέρα και προσευχόταν να έχει αέρα. Ήταν μια ιεροτελεστία η γιορτή αυτή. Από την παρασκευή του χαλβά και της λαγάνας, μέχρι και το πέταγμα του χαρταετού. Η ίδια έγνεθε το κουβάρι για τους χαρταετούς όλου του χωριού, ξεκινώντας από την Τσικνοπέμπτη κιόλας. Οι άλλοι έτρωγαν, εκείνη μόνη της έγνεθε.

Όταν ήμουν μικρή, είχα αφήσει, θυμάμαι, το τραπέζι και είχα πάει στο εργαστήριο της γιαγιάς. “Δεν πεινάς εσύ, γιαγιά;” την είχα ρωτήσει.

Μου είχε χαμογελάσει, θυμάμαι. “Φάε εσύ, κορίτσι μου. Εγώ τρέφομαι από τις κλωστές αυτές, όταν πετάνε ψηλά. Ήδη γεύομαι το συναίσθημα του χωριού όταν οι χαρταετοί θα πετάνε”.

Με ήθελε πάντα μαζί της για βοηθό, όταν φτιάχνονταν οι χαρταετοί στην αποθήκη του παππού, δίπλα στο εργαστήριο. Ζητούσε από μένα να μετράω το κουβάρι και να το κόβω όταν φτάσει στο κατάλληλο μήκος. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει στα μάτια τις οικογένειες που παραλάμβαναν τον σπάγκο και να τους λέει πάντα τα ίδια λόγια: “Είμαστε μαρτυρικό χωριό. Αυτή τη μέρα, τη μέρα της ελευθερίας, να το θυμάστε. Να θυμάστε τους ανθρώπους μας όταν πετάτε το σύμβολο της ελευθερίας”.

Όταν γέρασε πολύ, με έβαζε να το λέω εγώ, ενώ εκείνη έγνεθε σιωπηλή. Μου άρεσε πολύ αυτό, με έκανε να νιώθω σημαντική. Τώρα πια, στο εργαστήριο εκείνο συνεχίζει η ξαδέρφη μου, αλλά δεν είναι το ίδιο. Κάτι έχει χαθεί μαζί με τη γιαγιά.

“Νίκη, πού τα έχει αφήσει η γιαγιά;”

“Στο συρτάρι είναι, κάτω από το μουσικό κουτί. Μου είπε να σου τα φυλάξω”.

Είχα χρόνια να έρθω στο χωριό για Καθαρά Δευτέρα. Ο γιος μου έρχεται πρώτη φορά. Τον άφησα με τον πατέρα του να ετοιμάζουν την εξόρμηση στον κάμπο.

Δεν ήξερα ότι μου είχε αφήσει κάτι η γιαγιά. Ήταν μια προσωπική στιγμή όταν πήγα χτες το βράδυ στο παλιό δωμάτιο και άνοιξα εκείνο το συρτάρι. Βρήκα την παλιά συνταγή του χαλβά εκεί, με τα δικά της γράμματα στο παλιό χαρτί. Κάτω έγραφε “στην εγγονή μου, την Καλλιόπη”.

Έβαλα τα κλάματα όταν το είδα. Πήρα την απόφαση πως φέτος θα έφτιαχνα εγώ τον χαλβά, για χάρη της παράδοσης. Εγώ θα έκοβα όπως παλιά τον σπάγκο και το πρώτο κομμάτι θα το έβαζα γύρω γύρω στο ταψί του χαλβά, όπως εκείνη. Έτσι κι έκανα. Τα λόγια που μου έβαζε η γιαγιά να πω τώρα ήταν τα δικά μου λόγια.

Πάντα της άρεσε της γιαγιάς η Καθαρά Δευτέρα. Προσευχόταν να έχει αέρα, για να πετάξουν ψηλά οι χαρταετοί, ελεύθεροι. Τώρα πια ξέρω γιατί. Τώρα που ακούω τις φωνές όσων μαρτύρησαν κάποτε να πετούν ψηλά και να ταξιδεύουν με τον αέρα, τους θρήνους, τα βογκητά και τα παρακάλια, τώρα τη νιώθω κοντά μου. Με την ψυχή της δεμένη στον σπάγκο που κρατώ.