Καλλιτέχνης

Οι ένστολοι μπήκαν στη σπηλιά απλώς παραμερίζοντας την όμορφη θύρα, τη φτιαγμένη από ψάθα και χάντρες.
“Πρέπει να κάνουμε έρευνα στη σπηλιά σου. Γυρνάμε όλες τις σπηλιές του βουνού ψάχνοντας για μάγους και μάγισσες”.
Ο νεαρός άντρας με τα μακριά μαλλιά δε σηκώθηκε. Τους κοίταξε, έπαιξε δύο βαριές νότες στην κιθάρα του και είπε:
“Γνωρίζω για το κυνήγι μαγισσών σας. Δε θα βρείτε τίποτα εδώ. Εγώ είμαι καλλιτέχνης”.
Ο αξιωματικός συνοφρυώθηκε. Οι άντρες του έψαξαν, στην αρχή ειρηνικά, χωρίς να ακουμπάνε τίποτα και, όσο δεν έβρισκαν πειστήρια εγκλημάτων, σπάζοντας και γκρεμίζοντας τα πάντα.
Όλη αυτή η καταστροφή έφερε έμπνευση στον καθήμενο, που έπαιξε σε γρήγορο ρυθμό μουσική με το όργανό του και κατέληξε σ’ ένα μεγαλειώδες κρεσέντο με τη διάλυση και των τελευταίων του υπαρχόντων.
“Τα ρημάξατε όλα”, είπε το αυτονόητο. “Μάγο δε βρήκατε”.
“Φυσικά και βρήκαμε”, είπε ο αξιωματικός. “Όσο η μουσική παίζει με τις ψυχές των ανθρώπων, η μαγεία θα υπάρχει στον κόσμο. Συλλάβετέ τον”.