Καναπές

Ο Σάκης γύρισε πλευρό. Ήταν ζεστός ο καναπές, πολύ ζεστός. Και απαλός…
Άξιζε τα λεφτά του, σίγουρα, κι ας τον είχε πάρει από πλανόδιο. Πιο μεγάλος από τον προηγούμενο, στον οποίο τα πόδια κρέμονταν έξω, με πουπουλένια μαξιλάρια, επενδυμένα με ύφασμα που είχε ξεχωριστή υφή. Περνούσε πιο πολλές ώρες σε αυτόν, παρά οπουδήποτε αλλού.
Είχε ξημερώσει. Άνοιξε την τηλεόραση. Πάλι για συλλαλητήρια έλεγε, πάλι για νομοσχέδια και μέτρα. Στρογγυλοκάθισε για λίγο αλλά σιγά σιγά ξαναέπεσε, πόντο πόντο, στην αγκαλιά του καναπέ. Γλάρωνε. Άνθρωποι περνούσαν μπροστά απ’ την οθόνη και σκιές μέσα στο μυαλό του.
Όταν ξύπνησε πάλι, κόντευε μεσημέρι. Έξω στον δρόμο άκουγε φωνές, συνομιλίες περαστικών. Κοίταξε γύρω του. Έκανε να σηκωθεί αλλά το ξανασκέφτηκε όταν ένιωσε ένα τράβηγμα. Είχε πιαστεί. Ξάπλωσε τόσο βαθιά, που λες κι ο καναπές τον τραβούσε μέσα
του. Γύρισε πλευρό, να μην κοιτάζει ούτε έξω, ούτε την τηλεόραση, ούτε καν το ταβάνι. Η ένταση της τηλεόρασης είχε κοπεί σταδιακά. Παραξενεύτηκε με αυτό αλλά δεν τον ένοιαζε τόσο πολύ. Έπεφτε σε λήθαργο, βυθιζόταν.
Όταν η Αργυρώ γύρισε στο σπίτι, άφησε τα ψώνια κάτω. Πού ήταν ο Σάκης; Η τηλεόραση έπαιζε, το δελτίο ειδήσεων είχε τελειώσει προ πολλού. Τα κλειδιά του ήταν στο έπιπλο, τα παπούτσια του στην παπουτσοθήκη και το μπουφάν του στην κρεμάστρα. Κοίταξε στο μπάνιο, κανείς. Στο υπνοδωμάτιο, τίποτα. Έριξε μια ματιά στο σαλόνι. Αυτό που πρόσεξε ήταν το κλειστό κινητό του. Αυτό που δεν πρόσεξε ήταν το φαρδύτατο μαξιλάρι του καναπέ, που επανερχόταν, αργά και απαλά, στην αρχική του θέση.