Καρδιά
“Μην ανησυχήσετε. Θα ακουμπήσω το χέρι στο στήθος σας και θα σας εξετάσω”.
Η γυναίκα έγνεψε κοφτά και ξεροκατάπιε. Της χαμογέλασε και την ακούμπησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
“Ανησυχείτε κι εσείς;” είπε η γυναίκα. Η φωνή της έτρεμε. Την κοίταξε στα μάτια. Αν δεν ήταν ασθενής του, θα τη γλυκοκοιτούσε. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά. Ακόμα και το άγγιγμά του αυτό το είχε συνηθίσει. Ήταν σαν να άγγιζε χώμα ή πέτρα. Σιγουρεύτηκε πως δίπλα της υπήρχε ένα ποτήρι με νερό.
“Δεν ανησυχώ. Η δουλειά μου είναι αυτή. Απλά πρέπει να προετοιμαστώ”, της είπε ήρεμα.
Έκλεισε τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε, βρισκόταν εντός. Τα καρδιοχτύπια της ήταν εκκωφαντικά. Τα ακολούθησε κι έφτασε εκεί. Έπαιρνε βαθιές ανάσες. Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα, τώρα που πυργωνόταν μπροστά του. Έβλεπε τα πάντα, κατέγραφε τα πάντα στο μυαλό του. Έκανε τον γύρο του οργάνου κι εκείνο, σαν να ήξερε πως κάποιος παρακολουθούσε με λεπτομέρεια, χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια του.
Τα άνοιξε. Η γυναίκα μπροστά του λαχάνιαζε και έπαιρνε κοφτές ανάσες. Της έδωσε το ποτήρι νερό. “Πιες, πάντα βοηθάει”.
Με το που ήπιε μια γουλιά εκείνη, έπιασε το πλαστικό ποτήρι σφιχτά και ήπιε μονορούφι το νερό.
“Είσαι καλύτερα;” τη ρώτησε. “Κατέγραψα τα πάντα, έχεις υγρό στο περικάρδιο. Θα το τακτοποιήσω”.
Τον κοίταξε με ένα σπίθισμα στο βλέμμα.
“Ώστε γι’ αυτό σε λένε γιατρό-φάντασμα! Εξαφανίστηκες και… ήσουν στην καρδιά μου;”
Χαμογέλασε και ήπιε ένα ποτήρι νερό κι ο ίδιος. Ανασήκωσε τους ώμους. “Άλλοι το καταφέρνουν μεταφορικά. Εγώ μόνο κυριολεκτικά”.
“Ίσως όχι μόνο…” είπε εκείνη και χαμογέλασε. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Η δουλειά είναι δουλειά. Αλλά μήπως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις;