Κηπουρός

Ο Δημήτρης ήταν ένας κηπουρός με μεράκι. Είκοσι χρόνια έκανε τη δουλειά κι ένιωθε υπερτυχερός, διότι την αγαπούσε όσο τίποτα.
Ή μάλλον, όχι όσο τίποτα. Είχε κι ένα χόμπι που αγαπούσε εξίσου: διάβαζε ιστορικά βιβλία.
Στα πενήντα του τού ήρθε η ιδέα, ξαφνικά, όπως όλες οι καλές ιδέες: στον δικό του κήπο αποφάσισε να φτιάξει αναπαραστάσεις ιστορικών γεγονότων με θάμνους. Τρομερά λεπτομερής ενασχόληση αλλά τη λάτρεψε. Στην αρχή τα σχέδια έβγαιναν χοντροκομμένα. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε, ώσπου τα έργα του άρχισαν να έχουν αιχμηρή ευκρίνεια και λεπτομέρεια.
Η αναπαράσταση του Τρωικού Πολέμου ήταν το αριστούργημά του: το πέτυχε στα 60 του χρόνια. Δέκα χρόνια του πήρε για να πετύχει κάτι τόσο τέλειο, όσο λένε πως κράτησε ο ίδιος ο πόλεμος. Αλλά το αποτέλεσμα μάγευε τα βλέμματα.
Μαζεύτηκαν δημοσιογράφοι απέξω, τραβήχτηκαν εικόνες και βίντεο. Ακολούθησαν συνεντεύξεις, βραβεία και δε συμμαζεύεται…
Ο Δημήτρης είχε αποφασίσει να το συντηρεί με ευλάβεια. Το συντηρούσε για έναν χρόνο, μέχρι που έφυγε για ένα ταξίδι ενός μήνα. Το πρώτο του από τότε που άρχισε να ασχολείται με το έργο του αυτό.
Όταν γύρισε, οι θάμνοι είχαν μεγαλώσει. 100 θάμνοι και θαμνάκια. Τα τείχη της Τροίας και οι πολεμίστρες, που χρειάζονταν σκάλα δέκα μέτρων, είχαν βγάλει φυντάνια και κλαδάκια. Οι πολεμιστές του είχαν παραμορφωθεί. Τίποτα δεν είχε μείνει ίδιο, σωστό, όμορφο.
Παρέλυσε. έπεσε κάτω κι έκλαψε, μπροστά στο δημιούργημά του. Όχι επειδή δεν το περίμενε: ήταν η συνειδητοποίηση πως ο χρόνος κυλά, βάναυσα κι αμετάκλητα. Αυτό τον γονάτισε. Είχε φτιάξει το αριστούργημά του, δίνοντας όλον του τον εαυτό. Τι άλλο είχε να περιμένει πια;
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό κάπνιζε σιωπηλός στο μπαλκόνι του. Ο κήπος είχε αδειάσει. Είχε κόψει σύρριζα όλους τους θάμνους του και δε δημιουργούσε τίποτα πια. Δεν περίμενε τίποτα πια. Σίγουρα δεν περίμενε αυτό που του συνέβη.
Το παιδάκι του γείτονα, ένα αγοράκι 9 ετών, ερχόταν δειλά προς το μέρος του. Απόρησε: δεν είχε σχέσεις με τους γείτονες και το παιδάκι το είχε δει μόνο σαν βρέφος με το καροτσάκι, όταν η μητέρα του το έβγαζε βόλτα. Πώς περνούσε ο καιρός… Τι να ήθελε άραγε;
Με ένα χαμόγελο, του έδειξε κάτι που φύλαγε πίσω απ’ την πλάτη του: μια γλάστρα μ’ ένα θαμνάκι που είχε κλαδέψει το ίδιο. Ήταν ένα πουλάκι, σκυμμένο θαρρείς για να βρει σπόρους. Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, αλλά φαινόταν πως το παιδί είχε δουλέψει.
“Πώς σας φαίνεται; Ένα μήνα το δούλευα! Σας βλέπω τόσα χρόνια που σκαλίζετε και ήθελα κι εγώ να…”
Δεν του έδωσε χρόνο να αποτελειώσει τη φράση του. Συγκινημένος, το άρπαξε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε για τόσα πολλά μαζί, που δεν μπορούσαν να περιγραφούν με λόγια.