Κότα
“Γιατί, άνθρωπε, με σκλάβωσες σε ένα κλουβάκι και μου παίρνεις κάθε μέρα τα αυγά μου;” ρώτησε με παράπονο η κότα.
“Αχάριστη!” απάντησε αυστηρά εκείνος. “Δε σε ταΐζω κάθε μέρα;”
“Μα… φαγητό βρίσκω και μόνη μου! Έχω τα εργαλεία!”
“Χμ, έτσι νομίζεις… Εξάλλου ποιος σε προστατεύει από τ’ αγρίμια; Λύκοι, αλεπούδες, γάτες κι αγριόγατες, σκύλοι, τσακάλια, όλα θέλουν να σε φάνε!” απάντησε εκείνος φτύνοντας τα τελευταία του λόγια.
Η κότα σκέφτηκε πως ο άνθρωπος είχε ρίξει το πιο δυνατό του χαρτί. Δε βρήκε τι να απαντήσει, οπότε έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε θλιμμένα από εκεί. Καθώς περπατούσε στο
λασπωμένο κοτέτσι, μαζί με κάθε ίχνος των βημάτων της η αλήθεια αποτυπωνόταν μέσα της : “Δε με προστατεύεις από τα αγρίμια, άνθρωπε! Κι εσύ ένα αγρίμι είσαι… Πιο δυνατό απ’ τα υπόλοιπα και με τη διαφορά ότι με τρως λίγο-λίγο, μέρα με τη μέρα…”
Υ.Γ. Οι χαρακτήρες του κειμένου είναι φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπτωματική.