Μαριπόζα

Τον σταμάτησαν τα χοντρά σκοινιά που έκλειναν την είσοδο.

“Αίθουσα βασανιστηρίων, περ. 1500 π.Χ.”

Έριξε μια ματιά στον ώμο του: η Μαριπόζα ήταν ακόμα εκεί. Χαμογέλασε και κοίταξε στο εσωτερικό. Ψηλές κόκκινες κολώνες υποστήριζαν την αίθουσα, που σταδιακά γινόταν όλο και μικρότερη, μέχρι που κατέληγε σε μικρά, σπηλαιώδη δωμάτια, μισοχωμένα στο έδαφος.

Εκεί έζησαν άνθρωποι τον τρόμο χιλιάδες χρόνια πριν, σκέφτηκε. Το μυαλό του θόλωνε όταν σκεφτόταν το τότε, τη χρονική απόσταση και τις ατέλειωτες θηριωδίες.

Η Μαριπόζα άφησε τον ώμο του και πέταξε στο εσωτερικό της αίθουσας. Σε μια σκοτεινή γωνιά την περίμενε ο ιστός.

Του κόπηκε η ανάσα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε πεταλούδα παγιδευμένη σε ιστό αράχνης, αλλά αυτό το πλάσμα που έκατσε στον ώμο του με την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο, το είχε συμπαθήσει.

Έκανε να περάσει τα σκοινιά.

“Δεν μπορείτε να περάσετε!” είπε και του έκοψε τη φόρα μια ξεναγός. “Υπάρχει κίνδυνος να χαλάσετε τα εκθέματα”.

Μα δεν ήθελε να διαλύσει τα αρχαία όργανα βασανιστηρίων. Αυτή η ευκαιρία είχε χαθεί. Είχαν κάνει τη φριχτή δουλειά τους για αιώνες κι ακόμα δέσποζαν εδώ, σαν να κορόιδευαν τον χρόνο και να χλεύαζαν την ευαίσθητη ψυχή του.

Ήταν μια νέα αγωνία που τον ωθούσε να παραβιάσει τον κανονισμό. Τι ήταν αυτό το απαγορευτικό μπροστά του, παρά ένα ανούσιο εμπόδιο;

Η Μαριπόζα είχε πάψει να αγωνίζεται. Το ίδιο κι εκείνος. Κοίταξε για μια τελευταία φορά τα μακάβρια ευρήματα και τα πολύχρωμα φτερά που έκλεισαν.

Το τίμημα της ελευθερίας, σκέφτηκε. Ένα τίμημα που όλοι μας πληρώνουμε, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον.