Με ταξί
Κόλαση η Κηφισίας. Κι εγώ βιαζόμουν. Ήταν από τις μέρες που ένιωθα πως η ύπαρξη μου όλη καθορίζεται από τους δείκτες του ρολογιού. Ιδρωμένη και λαχανιασμένη, με έναν χαρτοφύλακα ανά χείρας. Κοίταξα το ρολόι μου κι αγχώθηκα περισσότερο.
“Ταξί, ταξί!” φώναξα. Για καλή μου τύχη ένας ταξιτζής σταμάτησε σύντομα μπροστά μου.
“Πού πας κούκλα;” ρώτησε.
Εγώ, νιώθοντας πως περνάω από οντισιόν, του είπα “Ελληνικό”.
Μου έκανε νόημα να μπω και μπήκα αμέσως. Βολεύτηκα στα αναπαυτικά καθίσματα και το βάθος του χαρτοφύλακα έφυγε από πάνω μου.
“Βιάζομαι κάπως”, είπα διστακτικά.
“Έννοια σου, θα σε πάω από κάτι στενά που δεν έχει καθόλου κίνηση”.
Αναθάρρησα. Έστριψε δεξιά και μετά απότομα αριστερά. Βρεθήκαμε σε ένα στενό μπλεγμένοι σε μια ουρά της οποίας ουκ έσται τέλος.
“Είστε σίγουρος;” ρώτησα.
“Μπα, πλάκα σου έκανα. Όπου κι αν πάω χάλια είναι”.
Αναστέναξα και ξανακοίταξα το ρολόι μου. Αν αργούσα είκοσι λεπτά, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να χάσω μια καλή δουλειά. Αν αργούσα μισή ώρα, ήταν σίγουρο. Αν αργούσα πενήντα λεπτά, ήταν απολύτως βέβαιο πως θα απολυθώ.
“Μην αγχώνεσαι, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε πετάξω το συντομότερο εκεί. Αλλά κι εσύ, πολύ μακριά πας”, τόνισε σοβαρά.
Ανασηκωσα τους ώμους. “Τι να κάνω; Αφού εκεί δουλεύω”.
“Στο Ελληνικό; Πάνε σε κανένα Γαλλικό, σε κανένα Γερμανικό!” είπε και με λοξοκοίταξε χαμογελώντας. Όταν είδε το ψυχρότατο βλέμμα μου, πρόσθεσε: “Εντάξει, τέλος τα κακά αστεία”.
Έπειτα μίλησε για τον καιρό, για την κίνηση, για την πολιτική, χωρίς να σκάσει ούτε χαμόγελο. Δεν πτοούνταν καθόλου από την απόμακρη, σχεδόν αγενή στάση μου.
“Συγνώμη που δε μιλάω. Απλά καίγομαι”, είπα.
“Να ανοίξω το κλιματιστικό!” προθυμοποιήθηκε.
“Δε χρειάζεται, τα καταφέρνετε θαυμάσια με τα αστεία σας”, απάντησα.
“Ναι, όντως. Έτσι κάνω οικονομία”.
Δε γέλασε, αν και φαντάστηκα ότι έκανε πλάκα.
Έπειτα είπε: “Φτάνουμε”.
“Μπα, είμαστε πολύ μακριά”, είπα.
“Κι όμως, ξέρω κάτι στενά εγώ…”
Πριν προλάβω να απαντήσω κατάλαβα πως είχε δίκιο. Δεν έκανε πλάκα τώρα. Σε πέντε λεπτά με πάρκαρε, πλήρωσα και κατέβηκα. Με χαιρέτησε κι έφυγε. Όλα αυτά έγιναν πριν προλάβω να καταλάβω το οτιδήποτε.
Έμεινα μετέωρη για λίγο και αναρωτήθηκα πώς έφτασα τόσο γρήγορα. Μετά κατάλαβα. Είχα πάει με ταξί σοβαρού κι αστείου.