Μόνσα
Ξεπρόβαλε στα σκουπίδια. Την τράβηξα απαλά και την τίναξα, να φύγουν από πάνω οι σκόνες. Ευτυχώς οι γονείς μου δεν πετάνε ποτέ φαγώσιμα στον κάδο, αλλιώς θα είχε λερωθεί ανεπανόρθωτα.
Την κοίταξα προσεκτικά. Στη φωτογραφία απεικονιζόταν ένας άντρας ψηλός, σοβαρός, με επίσημη ενδυμασία. Δίπλα του ένα αγοράκι, κατάξανθο, που τον κρατούσε απ’ το χέρι. Το τοπίο άγνωστο, στην εξοχή.
Ρώτησα τους γονείς μου τι δουλειά είχα εγώ με εκείνον τον τύπο. Δεν έδειξαν να αναγνωρίζουν καν τη φωτογραφία. Άλλο και τούτο! Αν δεν την είχαν πετάξει εκείνοι στα σκουπίδια, τότε ποιος;
Χτύπησα την πόρτα της γιαγιάς. Δεν ακούει πολύ καλά τελευταία, οπότε χρειάστηκε να χτυπήσω δυνατά. Θυμώνει αν μπαίνω στο δωμάτιό της χωρίς άδεια. Της έδειξα τη φωτογραφία.
Είδα την ταραχή στο βλέμμα της. Τα χέρια της έτρεμαν.
“Την αναγνωρίζεις, γιαγιά;”
Έγνεψε βουβά. Έσφιξε τα χείλη της.
“Ποιος είναι αυτός ο άντρας; Γιατί είναι μαζί μου;”
“Είναι ο θείος Μόνσα. Κανείς δε θυμάται πότε βγήκε φωτογραφία μαζί του, εμφανίζεται τυχαία στα άλμπουμ. Το θυμάμαι απ’ τον αδερφό μου”.
Σκάλισα τη μνήμη μου, να θυμηθώ. “Μα γιαγιά… Δεν έχεις αδερφό”.
Έγνεψε σοβαρά. Πήρε τη φωτογραφία απ’ τα χέρια μου και την έβαλε στον ήλιο. Ο άντρας δίπλα στον νεότερο εαυτό μου είχε εξαφανιστεί. Την πήρα στα χέρια μου αργά. Ο άντρας εμφανίστηκε ξανά μόλις έφυγε απ’ το φως. Αλλά και το παιδάκι στη φωτογραφία έδειχνε θολό.
“Τι είναι αυτός ο θείος Μόνσα;”
Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά γρηγορότερα καθώς η γιαγιά έψαχνε στα συρτάρια της.
“Μια παλιά κατάρα της οικογένειας, την οποία ελάχιστοι θυμούνται. Να, δες”, είπε και μου έδειξε ένα παλιό, σκουριασμένο νόμισμα. “Αυτό ανήκε στον αδερφό μου. Μου το έδωσε και θυμάμαι ότι κάποτε υπήρξε. Όποιος έχει διαλεχτεί απ’ τον θείο Μόνσα πρέπει να δωρίσει προσωπικά αντικείμενα σε όποιον θέλει να τον θυμάται. Βιάσου, παιδί μου!”
Δεν ήξερα τι να κάνω. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν. Η γιαγιά δεν έλεγε τίποτα, μονάχα με κοιτούσε σαν να είχα ήδη εξαφανιστεί απ’ τον κόσμο. Έτρεξα στο δωμάτιό μου. Τι αξιόλογο έχω κάνει στη ζωή μου, που αξίζει να το χαρίσω; Ποιοι άνθρωποι θα ήθελα να με θυμούνται; Μακάρι να τα είχα σκεφτεί νωρίτερα όλα αυτά, προτού δω τα ακροδάχτυλά μου να εξαφανίζονται.