Παρουσίαση
Κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτήν τη ζωντανή παρουσίαση. Δεν μπορεί. Τον παρατηρούσα τόση ώρα και ξαφνικά είχε μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Τα γένια του δεύτερου ομιλητή στο πάνελ είχαν μακρύνει και το κραγιόν της κοπέλας είχε χάσει τη λάμψη του.
Καλά, σε αυτό το σημείο να πω πως δεν είμαι κι ο πιο παρατηρητικός άνθρωπος στον κόσμο. Μεμιάς έστειλα μήνυμα σε τέσσερις φίλους και τους έδωσα τον σύνδεσμο της μετάδοσης. Δεν μπήκαν φυσικά.
Καλά, σε αυτό το σημείο να πως πως δεν είμαι κι ο πιο διαλλακτικός άνθρωπος στον κόσμο. Μετά από πολύ πρήξιμο μπήκαν.
Συνέχισα να παρακολουθώ. Δε με ένοιαζε τι έλεγαν. Απλώς παρατηρούσα ότι σιγά σιγά όλα άλλαζαν. Τα μαλλιά τους μάκραιναν, αργά αλλά σταθερά. Τα γένια των αντρών μεγάλωναν. Ο χώρος γύρω τους σαν να μίκραινε, σαν να γινόταν όλο και πιο θαμπός. Πίεζα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να τα πάρω απ’ την οθόνη.
“Το προσέξατε;” έστειλα στους άλλους. Δεν πήρα απάντηση. “Βγήκατε ρε;”
Πήρα απάντηση μετά από λίγο.
“Δεν μπορώ να βγω!” έστειλε ο ένας.
Καλά, σε αυτό το σημείο να πω πως δεν είμαι κι ο πιο γενναίος άνθρωπος στον κόσμο. Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Πάτησα escape. Τίποτα. Έψαξα στο X. Πουθενά. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα.
Η οθόνη επανήλθε στο κανονικό της σχήμα και χρώμα. Οι τρεις παρουσιαστές ήταν ολοφάνερα ηλικιωμένοι. Οι ρυτίδες παντού, τα μάτια σακουλιασμένα, το βλέμμα κενό. Η ηλικιωμένη κυρία κοίταξε στην κάμερα: “Ευχαριστούμε για τον χρόνο σας”, είπε. Οι δύο γέροντες έβαλαν τα γέλια και η μετάδοση έκλεισε.
Έκανα να σηκωθώ αλλά το σώμα μου αρνιόταν να κουνηθεί. Τα χέρια μου έτρεμαν. Κι όταν άγγιξα το μάγουλό μου, ένας πόνος με κυρίευσε. Και μετά κενό.