Πολιτεία

Όποτε ήξερε οτι είμαι λυπημένος, ερχόταν και μ’ έβρισκε στη λίμνη. Μια από εκείνες τις φορές ήταν που μου μίλησε για τη βυθισμένη πολιτεία. Άκουγα σιωπηλός για τις συνήθειες και τα έθιμά τους, για όσα έφταιξαν και τελικά βυθίστηκαν και η σκέψη μου ταξίδευε.
Δε θυμάμαι πότε άρχισα να συμμετέχω ενεργά στην ανοικοδόμησή της, προσθέτοντας στοιχεία και φιγούρες στις αφηγήσεις μας. Κοιτώντας τα απύθμενα νερά της λίμνης η φαντασία έγινε παιχνίδι και το παιχνίδι δημιουργία.
Τι τον ώθησε να μου το πει μια μέρα; Μου είπε ότι η βυθισμένη πόλη δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ. Φαντάζομαι πως το μετάνιωσε αργότερα. Όταν έμαθε πως την έψαξα την πολιτεία στο βυθό.
Κοιτώντας ψηλά, απ’ τον βυθό της λίμνης, δεν μπορώ πια να του μιλήσω. Δεν μπορώ να ξεδιψάσω μιλώντας του για όσα έμαθα εδώ και για τη μοναξιά μου. Η επιφάνεια της λίμνης μας χωρίζει πια και μόνο τα δάκρυά του με ξεδιψάνε για λίγο. Μακάρι κάποια μέρα να ακούσει τους ψιθύρους μου, που στέλνω με τα κύματα στις όχθες. Να ξαναμιλήσουμε για την πολιτεία αυτή, που πια αποκαλεί καταραμένη.