Πρόσεχε, παιδί μου
-Έλα γέροντα, σήκω!
-Ο ήλιος είναι πολύ ψηλά. Δεν κάνω τίποτα πριν πέσει!
Το παιδί έβαλε τα γέλια.
-Δε θα σου κάνει τίποτα ο ήλιος. Έλα, πάμε!
Ο γέρος τράβηξε απότομα το χέρι του και κοίταξε το παιδί στα μάτια.
-Το ξέρεις καλά πως για μένα είσαι απαράβατος κανόνας! Μην είσαι ξεροκέφαλος! Πες το τρεις φορές.
Το παιδί αναστέναξε και κάθισε κάτω.
-Να μην είμαι ξεροκέφαλος, να μην είμαι ξεροκέφαλος, να μην είμαι ξεροκέφαλος. Ωραία, θα με πάρεις μαζί σου σήμερα;
Ο γέρος αναστέναξε με τη σειρά του.
-Ελπίζω να το εννοείς. Κρίνονται πολλά από την ωριμότητά σου!
Το παιδί τον κοίταξε στα μάτια.
-Τα εννοώ, γέροντα. Αλήθεια τα εννοώ. Τι ώρα να περάσω;
-Έλα με το που αρχίσει να γέρνει ο ήλιος. Θα τα έχω όλα έτοιμα.
Το παιδί σηκώθηκε αμέσως και έφυγε τρέχοντας. Οι ενθουσιώδεις κραυγές του ακούγονταν ακόμα κι όταν χάθηκε στη στροφή του δρόμου.
Έπρεπε να το παραδεχτεί στον εαυτό του. Τον ενθουσίαζε αυτό το παιδί. Είχε καταφέρει να του μεταδώσει μια φλόγα που νόμιζε πως είχε σβήσει χρόνια τώρα.
Έμεινε στην ίδια θέση κοιτώντας τον ήλιο μια στο τόσο.
-Πέσε, καταραμένε τύραννε. Πέσε, μη σου ρίξω όλες μου τις κατάρες!
Άκουσε τα βήματα του παιδιού. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. Είχε φτάσει η ώρα. Χρόνια είχε να τα χρησιμοποιήσει. Σηκώθηκε από το κασόνι και το άνοιξε. Τα έβγαλε και φόρεσε τα δικά του.
Το παιδί απέναντί του είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
-Τι με κοιτάς; Πάρε και φόρεσέ τα. Μια χαρά θα σου κάνουν.
-Αυτά… Με αυτά έφτασες μέχρι το νησί μας τόσα χρόνια πριν;
-Ναι, με αυτά.
Είδε το παιδί μπροστά του να φορά τα φτερά. Ναι, έμοιαζε πολύ με εκείνον… Τον πλησίασε και του τα έσιαξε. Του έσφιξε τα λουριά στο μπράτσο και στους ώμους.
-Κούνα τα, να δούμε.
Ωραία, χτυπούσαν κανονικά και το κύμα αέρα που σήκωναν ήταν ικανοποιητικό. Το κερί έλαμπε ανάμεσα στα πούπουλα κατά την κίνηση.
Έσμιξε τα φρύδια του.
-Πες μου τους τρεις κανόνες.
Το παιδί έκλεισε τα μάτια του και συγκεντρώθηκε.
-Αν κουραστώ, χαμηλώνω αμέσως. Αν ζαλιστώ, χαμηλώνω αμέσως. Αν δω ότι πάω πιο ψηλά από εσένα, χαμηλώνω αμέσως.
Ο γέρος έγνεψε και του έκανε σήμα. Χτύπησαν τρεις φορές τα πόδια τους στο έδαφος, έτρεξαν μαζί και ανοίχτηκαν στους αιθέρες. Ο Δαίδαλος κοίταξε το παιδί δίπλα του. Μέσα του χόρευαν ο ενθουσιασμός, η νοσταλγία και ο τρόμος.
“Πρόσεχε, παιδί μου”, σκέφτηκε. “Μην ξεχαστείς. Μην καταλήξεις σαν τον Ίκαρο”.