Σεξ
«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε χαϊδεύοντάς την τρυφερά.
«Το σεξ» απάντησε εκείνη.
Εκείνος χαχάνισε: «Ακόμα; Μα μόλις το κάναμε. Τόσο καλός είμαι;» είπε και της χάιδεψε τις καμπύλες πάνω απ’ το σεντόνι.
«Όχι, όχι αυτό» απάντησε εκείνη. Το ύφος της ήταν σοβαρό και το βλέμμα της στα χαμένα. «Το σεξ σαν ενέργεια. Είναι τόσο ισχυρή, τόσο γεμάτη, που με κάνει να παύω να σκέφτομαι».
«Να σκέφτεσαι τι, αγάπη μου;» ρώτησε εκείνος προβληματισμένος.
«Τον θάνατο» απάντησε εκείνη. «Σεξ και θάνατος. Αυτά κάνουν κύκλο στο μυαλό μου».
Εκείνος ανησύχησε. «Με ξαφνιάζεις» είπε, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;»
«Να μου απαντήσεις: γιατί ζούμε αφού θα πεθάνουμε;» είπε εκείνη, κοιτώντας τον με ένα βλέμμα έντονο όσο καμία άλλη φορά.
«Μα…» είπε εκείνος και του ξέφυγε ένα γελάκι «είναι αυτονόητο αγάπη μου! Ζούμε για όλα όσα αξίζουν! Γι’ αυτή την αίσθηση, της επαφής, της συντροφικότητας… Για όσα υπάρχουν εδώ και τώρα. Γι’ αυτά ζούμε!»
«Κι αυτά σου αρκούνε, ενώ ξέρεις ότι κάποια στιγμή…;»
«Ναι» απάντησε εκείνος. «Το “κάποια στιγμή” που λες είναι ένα ψέμα. Δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Η μόνη στιγμή που πραγματικά υπάρχει είναι το τώρα. Γι’ αυτό ζούμε».
«Σ’ αυτό είμαστε εγκλωβισμένοι, θες να πεις» απάντησε εκείνη.
«Ανάλογα πως το βλέπεις!» είπε εκείνος ενοχλημένος. «Αν θέλεις το βλέπεις σαν ευκαιρία, σαν πόρτα που σε βγάζει απ’ το κλουβί του χτες! Είναι οι επιλογές σου που…»
«Αν σου έβαζα ένα πιστόλι στον λαιμό» είπε εκείνη κι έπιασε ένα αντικείμενο απ’ το κομοδίνο της. Είχε το σχήμα του όπλου και το έβαλε κάτω απ’ το σεντόνι της, σημαδεύοντάς τον. «Αν σε σημάδευα με αυτό…» είπε και η φωνή της έτρεμε πια «θα με παρακαλούσες να σε αφήσω να ζήσεις;»
Έτρεμε κι εκείνος πια: «Μα φυσικά, κορίτσι μου! Θέλω να ζήσω!»
«Γιατί;» ρώτησε εκείνη κι άφησε το αντικείμενο να πέσει κάτω. Δεν ήταν βαρύ, κάτι πλαστικό πρέπει να ήταν. «Γιατί;» επανέλαβε.
Την πήρε αγκαλιά. «Διότι εδώ βρίσκομαι! Αυτός είμαι! Αυτός είναι ο κόσμος μου είτε θέλω είτε όχι» απάντησε.
«Κι αν…» είπε τραυλίζοντας εκείνη, ενώ δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάγουλά της.
«Αν σε σημάδευα εγώ με το πιστόλι, δε θα ήθελες να ζήσεις;» πέταξε εκείνος τη ρητορική ερώτηση.
Εκείνη τον κοίταξε σταθερά. Η εικόνα της, αυτή η τόσο αγαπημένη εικόνα της, αυτά τα μάτια που τόσο καιρό ονειρευόταν να τον κοιτάζουν, τώρα τον κοιτούσαν, θολά απ’ τα δάκρυα. «Δεν ξέρω» είπε μετά από μια ατέλειωτη σιωπή ρουφώντας τη μύτη της.
Εκείνος δεν άντεξε πια. Την άρπαξε δυνατά και την τύλιξε με τα χέρια του. Ήταν κρύα, ή μάλλον δροσερή. Τη χάιδεψε για να της δώσει τη θερμότητά του. Ήξερε πια πως ο άνθρωπος, αυτό το τόσο παράξενο ον με την τόσο αλλόκοτη σκέψη, απλά πράγματα θέλει για να ανακουφιστεί: ζέστη και αγκαλιά. Όσο τη φανταζόταν μόνη της στο κρύο, στο άγονο, σιωπηλό και σκοτεινό περιβάλλον του τρόμου, ήθελε να φτάσει μέσα σ’ αυτό και να του δώσει χρώμα. Κι ας μην ήταν ζωγράφος. Κι ας μην ήξερε ούτε το πινέλο να πιάσει.
Εκείνη είχε αποκοιμηθεί πια. Η ανάσα της ήταν σταθερή και το πρόσωπό της ακουμπούσε στον ώμο του. «Ο φόβος του θανάτου, ε;» σκέφτηκε εκείνος. «Θα σου δώσω το αντίδοτο: θα σου προσφέρω τόση ζωή, που θα χαθείς μέσα της».