Σπίτι
“Οκ με τα τετραγωνικά. Αλλά αυτή η κολόνα στη μέση πρέπει να φύγει”.
“Μα γιατί; Τη βρίσκετε παλιομοδίτικη επειδή είναι ξύλινη;”
Η νεαρή γυναίκα κοίταξε την κατά πολύ πρεσβύτερη με βλέμμα απελπισμένο. “Μα σε ποιον κόσμο ζείτε; Ήδη σας εξήγησα ότι ο χώρος πρέπει να είναι εντελώς κενός. Μόνο οι τοίχοι πρέπει να είναι άθικτοι”, είπε κι έδειξε εμφατικά τους τοίχους, από τους οποίους κρέμονταν σοβάδες.
“Θα τους βάψουμε, μην ανησυχείτε”, είπε η ηλικιωμένη.
“Θεέ μου, πού έμπλεξα;” μονολόγησε η υποψήφια νοικάρισσα. “Θα σας εξηγήσω για τελευταία φορά: τα ντουβάρια μόνο θέλω να είναι στη θέση τους. Άβαφα, χωρίς σοβάδες. Να μην υπάρχει τίποτα άλλο στο χώρο!”
“Εντάξει, εντάξει, καλή μου, μην κάνεις έτσι. Μέχρι να έρθει ο σύζυγός σας, ο δικός μου θα ξύσει τους σοβάδες”.
“Άντε να δούμε”, μουρμούρισε η νεαρή εκνευρισμένη. Πέραν των άλλων, ήταν και η φρασεολογία της γιαγιάς που την ενοχλούσε. “Σύζυγος”, “δικός μου”. Πού ζούσαν; Στον 21ο αιώνα;
Πέρασαν δύο αμήχανες ώρες μέχρι να έρθει ο διαλεχτός της από την εργασία του, στις οποίες έβλεπε τον ηλικιωμένο να ξύνει σε αργή κίνηση τους σοβάδες. Ο διαλεχτός της με το φωτοπρίονο έκοψε τη βάση της κολόνας και την έσπρωξαν έξω από το διαμέρισμα. Οι ηλικιωμένοι ζήτησαν χρήματα στο χέρι για αυτή τη διαμόρφωση του χώρου.
“Μα η κολόνα αυτή ήταν διακοσμητική! Δε στήριζε τίποτα στην ουσία!” είπε ο νεαρός άντρας. “Και πού να βρω λεφτά στο χέρι; Έχω να πιάσω τέτοια καμία εικοσαετία!”
Η ηλικιωμένη τράβηξε τον σύζυγό της πριν ξεκινήσει καβγάς. “Στήστε το νοικοκυριό σας και θα τα πούμε αύριο” είπε η ιδιοκτήτρια του χώρου και το γηραιό αντρόγυνο έφυγε.
Η νεαρή πήρε μια βαθιά ανάσα κι έβαλε τη μικρή, τετράγωνη συσκευή στο κέντρο του χώρου. Πάτησε το μεγάλο κόκκινο κουμπί. Απ’ τη συσκευή ακούστηκε: “Έλεγχος διαθέσιμου χώρου: επιτυχής. Προσανατολισμός: δυτικός. Εκκίνηση μεταφόρτωσης οίκου”.
Έμειναν εντελώς ακίνητοι όσο το απαλό γαλάζιο που είχαν επιλέξει περνούσε στους τοίχους και τα έπιπλα μεταφορτώνονταν ένα προς ένα. “Μεταφόρτωση οικίας ολοκληρώθηκε”, ακούστηκε από τη συσκευή και ο άντρας την έκλεισε. “Καλώς ορίσαμε στο σπίτι μας, γλυκιά μου”.
Κάθισαν στον καναπέ και αναστέναξαν βαθιά. Σπίτι μου, σπιτάκι μου.