Συγγραφέας
Ο Τάσος έγραφε. Το μόνο που άκουγε ήταν ο ήχος του πληκτρολογίου. Έξω ήταν νύχτα. Μια νύχτα ήσυχη.
“Και τότε την έπιασαν, την έσυραν στα βράχια και άρχισαν να την…”
Εκεί κόλλησε. Πώς ήθελε να το πει; Απλά, εντελώς λακωνικά, αφήνοντας τη φρίκη να εννοείται; Χμμμ, κι αν του έλεγαν μετά πως ήταν πολύ αθώος; Γιατί φοβόταν να γράψει για βία; Παιδική λογοτεχνία έγραφε;
Έπιασε να γράφει όλες τις σκηνές με λεπτομέρεια, ωμά. Και τώρα τι; Δεν ήταν το στυλ του υπόλοιπου κεφαλαίου αυτό! Ήταν ξεκομμένο, εντελώς διαφορετικό απ’ το βιβλίο. Δεν ήταν ο Μάρτιν, δεν έγραφε το Game of Thrones. Ούτε θα το ήθελε.
Γαμώτο! Το άφησε έτσι. Μετά το ξανασκέφτηκε. Έσβησε λίγες περιγραφές. Άλλαξε κάποιες άλλες. Τα δάχτυλά του χάιδευαν τα πλήκτρα, χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν. Βιασμός; Ή απόπειρα βιασμού; Καλύτερα το δεύτερο: δεν ήθελε να την ταλαιπωρήσει, τόσους μήνες έφτιαχνε τον χαρακτήρα της, την ψυχολογία της. Δεν ήθελε να την κάνει να υποφέρει.
“Να υποφέρει; Μαλάκα μου, τα έχεις χάσει; Δεν υπάρχει ο χαρακτήρας, εσύ τον σκέφτηκες!” μονολόγησε.
Να έβαζε την αστυνομία να τη σώζει τελευταία στιγμή; Εκεί που η κοπέλα έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, να ακούγονται από μακριά τα περιπολικά και η νύχτα να γεμίζει μπλε φώτα και σειρήνες. Επικό. Όχι επικό, πάλι παιδικό… Οι καλοί αστυνομικοί έρχονται και σώζουν το κορίτσι. Ούτε αυτό ήταν καλό.
Να φτάνουν μετά τη δολοφονία; Να βρουν το πτώμα αλλά να πιάσουν τα καθίκια που το έκαναν; Καλύτερο. Πιο ώριμο. Έχει και το στοιχείο της λύτρωσης μέσα, στο επόμενο κεφάλαιο θα έγραφε και για το τι θα τραβούσαν στη φυλακή. Θα τους άλλαζε τα φώτα, θα έδινε και κοινωνικό μήνυμα για τη βία στη φυλακή. Χαμογέλασε αχνά.
“Μπα, καλύτερα όχι αστυνομία” είπε τελικά. “Αλλά μήπως να ξεφύγει;” Πώς να ξεφύγει όμως από τρεις εξαγριωμένους άντρες;
“Γάμησέ το, ας πεθάνει” κατέληξε. Και μετά; Ήθελε κάπως να την εξιλεώσει… Του ήρθε φλασιά: “Ας την αναστήσω μετά!”
“Μπα, μαλακία”. Ο ενθουσιασμός του έφυγε όπως του ήρθε. Να την αναστήσω και μετά τι; Να λέει την ψυχοσωματική εμπειρία της στην κάμερα; Να έρθει κι αυτός ο Φωκίωνας, Φιλήμονας, -πώς σκατά τον λένε- του Ιωσηφίδη και να ψάχνει; Άστο, χάνεται όλη η ένταση από τον βιασμό και τη δολοφονία.
“Λοιπόν, να τι θα κάνω. Θα την…”. Το τηλέφωνο χτύπησε και τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του. “Έλα, Δημήτρη”. Παύση. “Όχι, πες μου, γράφω”. Έξυσε τον σβέρκο του. “Μπα, άστο, τώρα…”. Πάλι παύση, μεγαλύτερη. “Καλά, έρχομαι. Σε… σε ένα μισάωρο, εντάξει;”
Έκλεισε το τηλέφωνο, έβγαλε έναν αναστεναγμό και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Δεν κράτησε σημειώσεις. Ήξερε πως σε λίγο δε θα θυμάται τίποτα απ’ όσα σκέφτηκε για την πλοκή. Δεν πειράζει, άλλη φορά. Δεν έκλεισε καν το word. Και στην οθόνη έμεινε ακόμα μισοτελειωμένη, μετέωρη η φράση: “Η απαίσια πράξη συνεχιζόταν. Τίποτα γύρω στην πλάση δεν έδειχνε να νοιάζεται…”