Σχοινί

Τα μάτια μου έτσουζαν απ’ τον ιδρώτα. Δεν έπρεπε να λυγίσω. Δεν έπρεπε να πέσω.

Ήρθε το πρώτο στραγάλι. Κι έπειτα το δεύτερο. Μαζί και τα γιούχα. Δεν άντεξα. Το σχοινί μου, το ίδιο μου το σχοινί, που το έφτιαξα με τα ίδια μου τα χέρια, με πρόδωσε.

Το πόδι μου είχε στραμπουληχτεί. Το καταλάβαινα απ’ τον πόνο. Σίγουρα θα πρηζόταν. Τουλάχιστον επτά μέρες βάσανο. Επτά μέρες απραγία. Επτά μέρες πείνα.

Τα μάτια μου έτσουζαν, απ’ τα δάκρυα τώρα. Τα στραγάλια δεν τα ένιωθα πια. Τους κοιτούσα κατά πρόσωπο. Γελούσαν. Όσο δεν τους διασκέδασε η παράστασή μου, τόσο τους διασκέδασε η ταπείνωσή μου. Η μιζέρια μου. Όταν κοίταξα τα άπονα μάτια τους, τα σκληρά τους χαμόγελα, αντίκρισα τη ζωή. Αυτό είναι. Μια αδικία, μια απέραντη θλίψη που ο θεός Βάντα επέτρεπε.

Είχαν βαρεθεί να με χλευάζουν. Οι γονείς πήραν τα παιδιά απ’ το χέρι κι έφυγαν απ’ την πλατεία. Ο άνεμος παρέσυρε την άμμο κι ήθελα να με πάρει μαζί του. «Κάνε με πουλί, Βάντα», μουρμούρισα. «Πάρε με από εδώ, απ’ τον καταραμένο αυτό τόπο».

«Γιατί θέλεις να γίνεις πουλί;»

Γύρισα και τον κοίταξα. Ένας γέροντας, με πυκνό μούσι, με κοιτούσε.

«Δε με βλέπεις;» είπα και του έδειξα το πόδι μου. «Εδώ τι θα βρω; Μόνο πόνο, πείνα, εξαθλίωση».

Με κοίταξε σοβαρός. «Έλα μαζί μου».

Με σήκωσε και με κουβάλησε στην υπαίθρια αγορά. Με πήγε στον πάγκο του και με ξάπλωσε στα στρωσίδια. Τουλάχιστον εκεί δε με έκαιγε ο ήλιος.

Έτριψε ένα βότανο και το έβαλε σ’ έναν επίδεσμο, τον οποίο πέρασε γύρω απ’ τον αστράγαλό μου. Βόγκηξα απ’ τον πόνο αλλά δεν πτοήθηκε. «Τώρα είναι καλά».

Πήγε πάλι στον πάγκο και μου έφερε μήλα, σταφίδες, τυρί και κρεμμύδια. «Φάε. Έχει κι άλλο, αν θες».

Δεν περίμενα να μου το πει δεύτερη φορά. «Ο Βάντα να σ’ έχει καλά! Αλλά γιατί με βοήθησες;»

«Γιατί θέλω μια απάντηση. Τώρα δεν πεινάς και το πόδι σου θα γιάνει. Γιατί θέλεις να γίνεις πουλί; Δε σου φτάνει που είσαι άνθρωπος;»

Κοίταξα την έρημη αγορά και τις τέντες που χόρευαν στον ρυθμό του αέρα. «Θέλω να είμαι ελεύθερος. Να μην τρέχω από χωριό σε χωριό για να ικανοποιώ τους άλλους με τις παραστάσεις μου».

«Ορίστε», είπε και μου πέταξε το σχοινί μου στα πόδια μου. Το κλότσησα. «Τόσο πολύ μισείς τη δουλειά σου;»

«Τίποτα καλό δε μου έχει φέρει».

«Φέρε μου το σχοινί τότε», είπε.

Τον κοίταξα καλά. «Τι να το κάνεις;»

Το πήρε και το τύλιξε. Το χάιδεψε με έναν τρόπο που δε θα το έκανα ποτέ. «Αυτό το σχοινί το έφτιαξε ένας άνθρωπος που ποθεί την ελευθερία. Έχει ποτιστεί με τα δάκρυα και τον ιδρώτα του. Κι ό,τι έχει ποτιστεί με δάκρυα έχει την ευλογία του Βάντα μέσα του».

«Τι θα το κάνεις;» ρώτησα.

«Θα το δώσουμε μαζί σε κάποιον που ψάχνει σωτηρία. Όταν το αγγίξει, η επιθυμία σου θα γίνει πραγματικότητα. Εσύ θα ελευθερωθείς από αυτό και ο άνθρωπος εκείνος θα ελευθερωθεί χάρη σε αυτό το σχοινί».

Τι είμαι χωρίς το σχοινί μου; Κοίταξα τα χέρια μου. Όχι, σχοινιά μπορώ να φτιάξω όσα θέλω. Ξέρω ότι θα τα κάνω εξαίσια. Ναι, αυτό θα κάνω. Θα μείνω εδώ, αντί να περιπλανιέμαι στην έρημο σαν το ανήσυχο πνεύμα. Θα δημιουργώ και θα αγαπήσω τα σχοινιά μου ξανά απ’ την αρχή. Από σχοινοβάτης σχοινοποιός.