Ταξίδι στην οδό των Ονείρων
Κουφόβραση ανελέητη,
αεράκι πουθενά σπλαχνικό.
Κανείς στο δρόμο, ψυχή:
και ο Κανένας περπατά.
Δεν είναι αύρα που τα φύλλα σαλεύει,
μήτε αγρίμι που κρυμμένο αλυχτά·
μονάχα ψίθυροι, αχνοί και φευγαλέοι,
που τον τραβούν στο ξέστρατο ολοένα.
Τι δρόμος άραγε αυτός;
Πού οδηγεί το μονοπάτι;
Αόρατοι οι διαβάτες του,
με μάτι αδιάκριτο κοιτούν.
Οι ιστορίες τους απ’ όλους ξεχασμένες:
για ήρωες αφανείς σπαράζουν στη σιωπή,
που κάπου χάθηκαν και μάτι δεν τους πήρε,
κι Αυτός μονάχα τα μυστικά τους έμαθε.
Μα χάνεται αξάφνου ο δρόμος:
κίτρινα φύλλα κρύβουν το μονοπάτι
και οι ψίθυροι, φλύαρα που μιλούσαν,
στο άγνωστο μισέψαν πάλι.
Κι αυτός ο Κανένας, που πλανήθηκε μακριά,
σ’ αλαφροΐσκιωτα πατώντας μονοπάτια,
τη μνήμη καθώς βρίσκει ακριβή του
για ήρωες και όνειρα, αλίμονο, ξεχνά.