Ταπ, ταπ, ταπ
Ταπ, ταπ, ταπ.
“Σου αρέσει εδώ;”
Κοίταξε γύρω του. Ομίχλη, νερό κι εγκατάλειψη. Ένα μικρό τσιμεντένιο μονοπάτι, που κατέληγε σε μια χωμάτινη προβλήτα. Το νερό βαλτώδες, θολό. Και γύρω πέτρες με μπηγμένες σιδερόβεργες μέσα τους. Ο σκουπιδότοπος της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Ταπ, ταπ, ταπ.
Ανασήκωσε τους ώμους. Ο θόρυβος αυτός τον ενοχλούσε. Σαν αρβύλα που πατάει σε ξύλο. Μόνο που δεν υπήρχε πουθενά γύρω του ξύλινο πάτωμα. Καμία βάρκα δε φαινόταν στην ομίχλη, καμία κίνηση στους θάμνους. Μόνο ένα λευκό θηλυκό σκυλί τον κοιτούσε θλιμμένο, με τα μάτια του να τον κατηγορούν. Δεν έφταιγε σε τίποτα όμως. Τι νόημα θα είχε να το πει στο σκυλί;
Ταπ, ταπ, ταπ.
“Πες το, βγάλ’ το από μέσα σου”.
“Είμαι αθώος!” ούρλιαξε. Ο αντίλαλος δεν ήρθε ποτέ. Η φωνή του χάθηκε στα παγωμένα νερά, η ομίχλη ρούφηξε την απελπισία στη χροιά του.
“Αν ήσουν, δε θα είχες έρθει εδώ”.
Ταπ, ταπ, ταπ.
Είχε ακούσει τους θρύλους για την προβλήτα αυτή. Τα βρεγμένα από την υγρασία παγκάκια δε φιλοξενούσαν κανένα ερωτευμένο ζευγαράκι, οι πέτρες γύρω του δεν είχαν καθισμένο πάνω τους κανέναν μαθητή, ενθουσιασμένο με την πανίδα του υδροβιότοπου. Τα ομιχλώδη πρωινά του Δεκέμβρη εκεί πήγαιναν μόνο οι απελπισμένοι.
Ταπ, ταπ, ταπ.
Η απελπισία… Μια συνειδητοποίηση ανατριχιαστική. Αλλά αυτός ο ενοχλητικός ήχος… Εντελώς απρόσκλητος, εντελώς ακατανόητος.
“Ξέρεις τι ήχος είναι. Ξέρεις από πού έρχεται. Τον περίμενες. Εσύ τον προσκάλεσες”.
Ταπ, ταπ, ταπ.
Γύρισε και τον κοίταξε. Δεν είχε νόημα να κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό του. Είχε ακούσει για τον θρύλο του πνιγμένου φαντάρου. Ήξερε. Αλλά το να βλέπει αυτά τα άδεια μάτια, τις σταγόνες που έπεφταν συνεχώς από τα βρεγμένα του μαλλιά, τον ήχο που έκαναν οι αιθέριες αρβύλες του… Ήταν κάτι διαφορετικό, ψυχρότερο κι απ’ το κρύο μέσα του. Δεν είχε τίποτα να πει σε κάποιον ζωντανό. Σε έναν νεκρό όμως;
Ταπ, ταπ, ταπ. Έφτασε δίπλα του. Σε απόσταση αναπνοής. Μόνο που αυτό που έμοιαζε με ανάσα δεν ήταν παρά η υγρασία του Δεκέμβρη.
“Θέλω να γυρίσω. Θέλω… Θέλω να γίνω όπως παλιά”.
Η ομίχλη πύκνωνε.
Η φωνή του όντος μπροστά του έγινε ρόγχος και μετά έγινε το πλατσούρισμα βατράχου στα βαλτόνερα. Η όρασή του θόλωνε. Μια σκιά ήταν μπροστά του
“Λάθος σου να έρθεις μόνος”.
Η ομίχλη κάλυψε τα πάντα.