Τα Μυρμήγκια

Ήμουν ένας νεαρός δάσκαλος τότε, που μόλις είχε διοριστεί στο Δημοτικό σχολείο του νησιού. Εκείνον τον Σεπτέμβριο προσπαθούσα να βρω τα βήματά μου στον χώρο του σχολείου και της εκπαίδευσης γενικότερα. Ήθελα να χτίσω τη δική μου φιλοσοφία με βάση όσα είχα μάθει στο πανεπιστήμιο, οραματιζόμενος την τάξη μου ως τη δική μου μικρή κοινωνία. Μια μικρή κοινωνία ηθική, μακριά από εριδες και μίση.
Στην πρώτη μου υπηρεσία έβρεχε. Οι μαθητές έκαναν πανικό τρέχοντας στους διαδρόμους. Συντροφιές που με ενδιέφεραν περισσότερο από τους καπνιστές στο γραφείο καθηγητών. Με το που έφτασα στην τάξη μου κι έκανα να μπω μέσα, έπεσε πάνω μου ένας γελαστός ψηλέας. Ήταν ο Γέρας, ένας μαθητής που στο μάθημα φαινόταν σιγανοπαπαδιά. Στο χέρι του κρατούσε κάτι. Ένα τάπερ.
Του έπεσε από το χέρι κατά την πρόσκρουση. Έκανε να με προσπεράσει, αλλά τον έπιασα από τον γιακά. “Δε ζήτησες συγνώμη που έπεσες πάνω μου. Ξέρεις ότι δεν τρέχουμε στους διαδρόμους”.
“Συγνώμη”, ψιθύρισε βγαίνοντας από την υποχρέωση κι έκανε να φύγει.
“Γέρα, το τάπερ σου!” φώναξα, αλλά εκείνος είχε φύγει ήδη.
Το έπιασα για να το αφήσω στο θρανίο του. Τότε μόνο είδα το χάος που κυριαρχούσε στην τάξη. Όλη η τάξη, δεκαέξι παιδιά χωρίς τον Γέρα, ήταν μέσα, σαν κυψέλη με μελίσσια. Τι ζωντάνια!
“Δεν είναι δικό του, κύριε! Είναι του Φάρκα”, μου είπε θλιμμένος ένας κοντούλης. Δε θυμόμουν το όνομά του. Οδεύοντας προς το θρανίο του, το όνομα που άκουσα μου θύμισε τα λόγια του Γέρα καθώς έτρεχε έξω από την τάξη και κοιτούσε πίσω του. “Πάρτε τα, είναι του Φάρκα”, έλεγε.
Ο Φάρκας ήταν ένα μικροκαμωμένο παιδί, με γυαλιά και σγουρά μαλλιά. Εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς ιδρωμένος, τρέχοντας τριγύρω στην τάξη και κυνηγώντας τους συμμαθητές του. Εκείνος που κυνηγούσε κρατούσε ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που δεν ήταν σχολικό.
Έπιασα τον κυνηγημένο και του ζήτησα το βιβλίο. Ο έκπληκτος Φάρκας το πήρε αμίλητος από τα χέρια μου. Ακολούθησαν μια σφυρίχτρα, μια μολυβοθήκη και ένα δαχτυλίδι μέχρι να καταλάβει η μικρή μου κοινωνία πλιατσικολόγων ότι στο πλευρό του Φάρκα είχε προστεθεί μια υπολογίσιμη δύναμη.
Τους μάζεψα όλους και, όπως ήταν αναψοκοκκινισμένοι, τους εξήγησα την αξία της ιδιοκτησίας και το δέσιμο του ανθρώπου με το βιος του. Μόνο όταν κατάλαβαν ότι οποιαδήποτε επιδρομή στο θρανίο του Φάρκα θα είχε συνέπειες, ηρέμησα κι έφυγα.
Τον Φάρκα τον είδα καθώς έφευγα, κάτω από το μικρό κιόσκι στην πλάγια είσοδο. Είχε ακουμπισμένα δίπλα του τα παράταιρα υπάρχοντά του και έμοιαζε να περιμένει κάτι. Κάθισα δίπλα του. “Γιατί τα έχεις μαζί σου όλα αυτά;” ρώτησα.
Έδειξε να ξαφνιάζεται. Όταν είδε ότι ήμουν εγώ όμως, ανακουφίστηκε. “Τα έχω μαζί μου για να… για να… παίζω στο διάλειμμα”.
Κάτι μου έκρυβε. “Δε θα ήταν πιο ασφαλή στο σπίτι σου;”
Δεν έσκυψε το κεφάλι, δεν έπαιζαν νευρικά τα πόδια του ούτε τα δάχτυλα των χεριών του. Όταν με κοίταξε και είπε το ‘ναι’ ήταν ειλικρινής. Ωραία, σκέφτηκα. Δεν υπάρχει πρόβλημα στο σπίτι.
Είδα μια σειρά μυρμήγκια που σκαρφάλωναν σε ένα πεύκο, εκμεταλλευόμενα την παύση της βροχής. “Κοίτα τα”, του είπα. “Βρίσκουν έξω ό,τι πολύτιμο έχουν και το παίρνουν στη φωλιά τους, για να το φυλάξουν. Βλέπεις κανένα να βγαίνει με τα πολύτιμα λάφυρά του έξω από τη φωλιά;”
Έμεινε να τα κοιτάει αμίλητος. Είχε μαγευτεί από την αναλογία. Χάρηκα που τον έβλεπα έτσι συλλογισμένο. Αυτό που ήξερα ήταν ότι ήθελα να τον βοηθήσω. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι ανέθρεφα τον μεγαλύτερο κλέφτη που θα γνώριζε ποτέ το νησί.