Τρίγωνο

Ο Βασίλης μπήκε στο σπίτι. Με το που σίγησε ο ήχος της κλειδαριάς, άκουσε τα φιλιά απ’ το σαλόνι. Και μετά τους είδε, σφιχταγκαλιασμένους στον καναπέ. Η σακούλα έπεσε απ’ τα χέρια του και ο κρότος απ’ το κουτί τους έκανε να ξεκολλήσουν.

Η Μιράντα τον κοίταξε.

“Τι βλέμμα είναι αυτό;”

Τους κοίταξε καλά-καλά. Η Μιράντα είχε τη γνωστή σπίθα στο βλέμμα, ενώ ο Νίκολας κοιτούσε στο πάτωμα.

“Τι βλέμμα περίμενες;” είπε. “Νόμιζα πως θα με περιμένατε. Αλλά τελευταία βλέπω πως δεν είμαι και τόσο αναγκαίος!”

“Μαλακίες”, είπε ο Νίκολας. “Απλώς τελευταία…”

“…τελευταία αργείς όλο και περισσότερο. Σ’ έχουν φάει οι υπερωρίες. Όλη μέρα μένουμε οι δυο μας στο σπίτι”, τον συμπλήρωσε η Μιράντα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Σε ενοχλεί;”

“Γουστάρω, νομίζετε, με τις υπερωρίες; Με το να μένω μακριά σας;” είπε ο Βασίλης και σήκωσε τη σακούλα απ’ το πάτωμα. “Τώρα άργησα γιατί είχε ουρά στο ζαχαροπλαστείο”.

“Τι μας έφερες;” ρώτησε ο Νίκολας.

“Τρίγωνα Πανοράματος”, είπε ο Βασίλης και κάθισε ανόρεχτα απέναντί τους, καθώς η Μιράντα άνοιγε το κουτί. “Ένα για τον καθέναν”.

Το σιρόπι έλαμπε πάνω στα γλυκά, ενώ η κρέμα χυνόταν ηδονικά έξω απ’ το τραγανό φύλλο. Η Μιράντα έκανε να αρπάξει ένα, αλλά ο Νίκολας τη συγκράτησε.

“Βασίλη, πρέπει να μιλήσουμε”.

“Μίλα λοιπόν”, είπε ο Βασίλης και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος.

“Δεν είναι πως δε θέλω να δουλέψω όπως παλιά. Και σ’ ευχαριστώ. Ξέρω πως κυρίως εσύ μας συντηρείς. Αλλά ξέρεις τις συνθήκες με τη δουλειά μας. Πλέον εγώ κι η Μιράντα δουλεύουμε πολύ λιγότερο, και μάλιστα απ’ το σπίτι. Δεν είναι περίεργο που μας βλέπεις πιο κοντά αυτό το διάστημα. Αλλά δεν έχει αλλάξει κάτι”.

“Δεν έχει αλλάξει κάτι;” ρώτησε ο Βασίλης και τους κοίταξε.

Η Μιράντα αναστέναξε. “Άλλαξε”, είπε και άρπαξε ένα τρίγωνο απ’ το κουτί. Το δάγκωσε προκλητικά μπροστά τους. “Έχω βαρεθεί τους καβγάδες. Δεν ήμασταν έτσι εμείς”.

“Και τι προτείνεις λοιπόν;” ρώτησε ο Βασίλης και κάθισε πιο βαθιά στον καναπέ.

“Να παίξουμε το Τρίγωνο των Βερμούδων”, είπε εκείνη κι αποτελείωσε το γλυκό.

Ο Νίκολας κοίταξε το ταβάνι.

“Μιράντα, δεν είναι ώρα για…”

“Αυτήν τη φορά στα σοβαρά”, είπε εκείνη και πήρε τα δύο εναπομείναντα τρίγωνα μαζί της στην κουζίνα. Όταν γύρισε, κρατούσε τρία μικρά κουτιά, τα οποία άφησε στο τραπέζι. “Οι τρεις θα μείνουν δύο. Όποιος τύχει το άδειο κουτί δε θα κρυφτεί, αλλά θα φύγει”.

Έμειναν και οι δύο να κοιτούν το κουτί. “Δε βγάζει νόημα”, είπε ο Νίκολας και την κοίταξε. “Τι θα γίνει αν το τύχεις εσύ;”

“Εγώ ξέρω πού βρίσκεται το καθένα”, είπε εκείνη. “Διαλέγω πρώτη”, είπε και πήρε ένα απ’ τα κουτιά μπροστά της.

Ο Βασίλης κοίταξε τα δύο κουτιά. Κάθε στιγμή που περνούσε, όλα του φαίνονταν όλο και πιο παράλογα. Δεν είχε σκαρφιστεί το Τρίγωνο των Βερμούδων για αυτόν τον σκοπό. Όλο αυτό του φαινόταν αρρωστημένο.

“Κρατήστε τα τρίγωνα”, είπε και σηκώθηκε όρθιος. “Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου”.

“Πού θα πας;” ρώτησε ο Νίκολας, και η φωνή του ίσα που έβγαινε.

“Στις Βερμούδες, να αράξω”, είπε ο Βασίλης ψυχρά. “Υπάρχει πρόβλημα;”