Ωκεανός
Μετά τις πρώτες μέρες, όπου όλοι είχαν ένα θέμα με την αναπνοή, η κατάσταση ηρέμησε. Ήταν αστείο το πώς το εκλάμβανε η Κατερίνα. Μιας και ήταν ακόμα βρέφος, λίγο πάνω από ενός έτους, όλα αυτά τα πρωτόγνωρα της φαίνονταν φυσιολογικά. Ενώ η Μαρία είχε έναν φόβο με τη θάλασσα και τις μέδουσες, η μικρή από το παρκοκρέβατο προσπαθούσε με τα χεράκια της να τις αρπάξει καθώς κολυμπούσαν ανέμελα προς το ταβάνι. Χρωματιστές, πανέμορφες κι αιθέριες, βοηθούσαν και τη Μαρία, που είχε πια συνηθίσει την παρουσία τους, να αποκοιμηθεί.
Ενώ για το μωρό όλα ήταν φυσιολογικά, η Μαρία είχε ζήσει και τον κόσμο πριν την Υδατόποση, όπως την ονόμαζαν οι μεγάλοι. Όχι πως καταλάβαινε και πολλά, εδώ ακόμα κι ο μπαμπάς της δεν καταλάβαινε. Αυτό το νερό ήταν άπιαστο, άχρωμο, άγευστο. Μετά το πρώτο σοκ, οι περισσότεροι το αγνοούσαν κι επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους. Έτσι
η Μαρία έβγαινε για βόλτα κι έξω, γύρω της, ολόκληρα κοπάδια ψαριών κολυμπούσαν γύρω της. Τα πατόψαρα κολυμπούσαν στο έδαφος και τα χταπόδια έβρισκαν κάθε μέρος για φωλιά: κουφάλες δέντρων, παλιά λάστιχα αυτοκινήτων και σκοτεινές γωνιές δίπλα στο γκαράζ.
Μια φορά μόνο είχε τρομάξει, όταν ένας γιγάντιος λευκός καρχαρίας κολυμπούσε στη γειτονιά της. Είχε κατέβει από ψηλά και η Μαρία άφησε το χέρι της μαμάς, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι το σαρκοφάγο δεν μπορούσε να της κάνει κακό.
Η σπάνια θέαση μιας φάλαινας προσέλκυε πάντα τα βλέμματα. Ήταν ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που κάποτε η Μαρία θυμόταν πως εμφανιζόταν το φεγγάρι. Τεράστια κι επιβλητική, κολυμπούσε γαλήνια στον κοσμικό ουρανό, μακριά απ’ την ύλη και την ύπαρξη.
Το μόνο πρόβλημα ήταν οι ώρες που το νερό γινόταν σκοτεινό. Έπρεπε να έχουν αναμμένα φώτα, κεριά και φακούς συνεχώς για να βλέπουν μπροστά τους. Ήταν όπως το σκοτάδι πριν την Υδατόποση, όταν ο χρόνος χωριζόταν σε μέρες και νύχτες, όταν ο αέρας δεν ήταν γεμάτος νερό. Μόνο που τώρα, από τα σκοτεινά νερά ξεπρόβαλλαν τεράστιοι όγκοι από κήτη του βυθού. Στη Μαρία εκείνες τις ώρες άρεσε να κυνηγάει το φως κάτι περίεργων ψαριών, που είχαν φαναράκι μπροστά τους.
Είχε περιέργεια να δει πώς ενωνόταν το νερό αυτό με την πραγματική θάλασσα. Έπρεπε να περιμένει πότε θα ευκσιρούσαν, για να πάει με τον μπαμπά εκεί. Κι αν μέχρι την Κυριακή όλα αυτά χάνονταν; Πώς θα ήταν ο κόσμος μετά από αυτό; Άραγε η Κατερίνα θα μεγάλωνε και θα θυμόταν αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο, που άλλαξε τόσο τις ζωές τους;