Ασμίν
Μπήκε στο δωμάτιο. Έμπαινε συχνά τα βράδια. Τις χειρότερες ώρες, όταν έψαχνα το καταφύγιο στη λήθη, ερχόταν και το έσπαγε. Έτσι κι απόψε. Το μισητό ξύσιμο στην πόρτα, το άγγιγμα στον τοίχο μέχρι να βρει το πόμολο στο σκοτάδι, κι έπειτα το σιγανό άνοιγμα της πόρτας και η εμφάνισή του. Κόλλησα στην άκρη του κρεβατιού.
Άναψε το λυχνάρι στον τοίχο και ο χώρος φωτίστηκε. Δε με πλησίασε καν. “Ήθελα μόνο να σου μιλήσω”, είπε.
“Αφέντη;”
Δεν καταλαβαίνω. Τι να μου πει;
“Όλα αυτά… που έκανα, δεν ήταν σωστά. Ειδικά σε σένα”.
Τα ακούω πρώτη φορά αυτά τα λόγια. Αλλά δεν πρέπει να ελπίζω. Σφίγγω το χέρι μου και θυμίζω στον εαυτό μου πως δεν έχω δικαίωμα στην ελπίδα.
Πάει να με παραπλανήσει. Όπως και τόσες ακόμα φορές. Γιατί παίζει έτσι μαζί μου; Αφού έχει τη δύναμη να τα καταφέρει και χωρίς κόλπα και ψέματα.
“Αφέντη; Τι θέλεις;”
Έπιασε προσεκτικά έναν σάκο και τον πέταξε στο κρεβάτι, μπροστά στα πόδια μου. Κοίταξα μέσα. Είχε μόνο μια κουλούρα σκοινί.
“Το σκοινί της αλήθειας. Έτσι μου το είπε ο σαλτιμπάγκος που μου το έδωσε”.
Το κοίταξα και δεν ήθελα να το αγγίξω. Τι να το κάνω;
“Δώσε το, μου εξήγησε ο πωλητής, σε ένα άτομο που έχεις αδικήσει. Το σκοινί θα κρίνει το μέγεθος της αδικίας κι η δική σου καρδιά θα ελαφρύνει”.
Εγώ συνέχιζα να τον κοιτάω. “Τι θα γίνει όταν το αγγίξω, αφέντη;”
“Δεν ξέρω. Δεν έχω ιδέα. Αλλά ξέρω ότι πεθαίνω. Κι όταν πάω στις πύλες του Άλλου Κόσμου, δε θέλω να έχω τίποτα που θα κάνει τα βήματά μου βαριά. Θέλω να πατήσω στα πουπουλένια σύννεφα”.
“Αφέντη, τι θα μου κάνει το σκοινί;”
“Σου είπα, δεν ξέρω. Μπορεί να κάνει τα πάντα, όταν αγγίξει ανθρώπινη σάρκα. Έτσι μου είπε ο σαλτιμπάγκος. Ανάλογα με την ψυχή αυτού που το ακουμπάει”.
“Αφέντη, δε θέλω να το αγγίξω”.
Μου έδειξε το μαστίγιο στη ζώνη του. “Σε διατάζω. Και ξέρεις τι θα συμβεί αν δεν το κάνεις”.
Κοίταξα το σκοινί μέσα στη σακούλα. Γιατί διστάζω; Τόσο πολύ φοβάμαι το σκοινί της αλήθειας; Ό,τι και να μου δώσει, είναι καλύτερο από αυτό που ζω τώρα. Ακόμα κι αν μου χαρίσει τον θάνατο.
Το άρπαξα αποφασιστικά. Περίμενα να με τυλίξει, να με δέσει, να με χτυπήσει. Δεν έκανε τίποτα από αυτά. Υψώθηκε προς το ταβάνι του δωματίου μου. Κοίταξα τον αφέντη μου. Είχε μείνει ακίνητος και περίμενε, τρέμοντας ολόκληρος.
“Μην το ανέβεις! Μη φύγεις, Ασμίν!”
“Εσύ μου είπες να το αγγίξω, αφέντη”.
“Δεν περίμενα να… Άλλο περίμενα. Μην το ανέβεις”.
Τον κοίταξα καλά. Αυτό το σκοινί ήταν η μοναδική μου ευκαιρία. Ό,τι κι αν είχε να μου χαρίσει, ήταν καλύτερο από αυτόν τον αφέντη. Καλύτερο από μια ζωή γεμάτη διαταγές και βάσανα.
Με ένα σάλτο, πήδηξα όσο πιο ψηλά μπορούσα. Άρπαξα το σκοινί βιαστικά. Ήταν πολύ σταθερό. Δεν ξέρω τι το κρατούσε στο ταβάνι, αλλά ήθελα να το ανέβω. Και, για πρώτη φορά, αυτό που ήθελα είχε σημασία.
Ανέβηκα κι άλλο. Κοίταξα κάτω, τον αφέντη μου που ξεπάγωσε και όρμησε να με σταματήσει. Το υπόλοιπο σκοινί βγήκε από τον σάκο και τον άρπαξε απ’ τα χέρια. Όσο εκείνος πάλευε, τόσο τον τύλιγε περισσότερο.
Δεν άκουγα τις κραυγές του. Ήταν μόλις ένα μέτρο από κάτω μου κι όμως, τον ένιωθα τόσο μακριά. Ανέβηκα. Κι άλλο. Λίγο ακόμα. “Ποια είσαι;”
Ήταν λες και το σκοινί με ρωτούσε.
“Είμαι η δούλα του άρχοντα Σιλφάν, του μεγαλέμπορου”.
“Ποια είσαι πραγματικά;”
Πραγματικά. Κοίταξα κάτω, το ανθρωπάκι που πάλευε ακόμα, προσπαθώντας να ανασάνει.
“Είμαι η Ασμίν, δούλα στην αυτοκρατορία της Αστάλια. Αλλά όχι πια δούλα αυτού του άντρα”.
Συνέχισα να ανεβαίνω. Γιατί δε φτάνω το ταβάνι; Πόσο ψηλό είναι το δωμάτιο; Τα χέρια μου ήδη είχαν πιαστεί.
“Ποια είσαι πραγματικά;”
Κοίταξα κάτω. Δε φαινόταν ούτε ακουγόταν τίποτα. Μόνο ομίχλη και σιωπή.
“Είμαι μια γυναίκα, που ψάχνει την ελευθερία της!”
Με νέα δύναμη, συνέχισα να ανεβαίνω.
“Τι είσαι πραγματικά;”
Λαχάνιαζα πια. Δε θα άντεχα για πολύ. Αλλά δεν ήθελα να πέσω κάτω, στην ομίχλη. Με τρόμαζε αυτή η ομίχλη.
“Είμαι μια ζωή, που θέλει να ζήσει”.
Η ομίχλη γύρω μου καθάρισε. Κάπου μακριά, βλέπω τον ήλιο τεράστιο, να ανατέλλει. Πατάω κάτω. Ναι, είναι η σκεπή του σπιτιού μου. Πρώτη φορά βλέπω τον κόσμο από ψηλά. Βλέπω τα πουγκιά με τις τούφες απ’ τα κομμένα μαλλιά μου, που πάντοτε πετούσα στη σκεπή, σύμφωνα με την παράδοση που μου έμαθε η Σάντρα. Είναι τόσα πολλά τα πουγκιά!
Κοιτάζω γύρω μου. Είμαι στη σκεπή του σπιτιού μου. Αλλά κάτι έχει αλλάξει. Τα δέντρα, οι άνθρωποι. Τα τείχη της αυτοκρατορίας δεν υπάρχουν πουθενά στον ορίζοντα. Πιάνω το σώμα μου. Είμαι εγώ. Κι ο ήλιος ανατέλλει.