Δάκρυα

«Κάντε όλοι χώρο! Περνάει η Τζαλίν, η πριγκίπισσα της Αστάλια!»

Όσοι έψαχναν τα προϊόντα μου άφησαν τα φρούτα κάτω κι έφυγαν. Ο πάγκος μου άδειασε αμέσως, σαν να φύσηξε ο Βάντα και να πήρε τους πελάτες μου μακριά. Έτρεξαν όλοι λίγο πιο πέρα, στην κεντρική πλατεία.

Οι στρατιώτες απειλούσαν όσους τολμούσαν να πλησιάσουν με τα γυαλιστερά τους γιαταγάνια. «Δε θα έρθεις κι εσύ;» ρώτησε ο τελευταίος του πελάτης. «Άντε, άσε τη δουλειά σου για λίγο!»

Τι να του εξηγούσα; Πως κάθε νόμισμα ήταν πολύτιμο; Πως αν δε μετρούσα κάθε βράδυ όλα μου τα έσοδα θα τρελαινόμουν; «Πάνε εσύ να τη θαυμάσεις». Εσύ που έχεις ζωή μέσα σου. Εγώ έχω μόνο χρέη.

Καθώς η άμαξα περνούσε μπροστά από τον πάγκο, της έριξα μια φευγαλέα ματιά τακτοποιώντας τα καρότα και τα μαρούλια. Τα λευκά της πέπλα χόρευαν στον άνεμο και οι οκτώ αχθοφόροι τη σήκωναν σαν να ήταν πούπουλο. Οι στρατιώτες ήταν καταϊδρωμένοι, περπατώντας έτσι στον ήλιο για ώρες. Τι την ήθελε τόση συνοδεία η πριγκίπισσα; Κούνησα το κεφάλι μου και συνέχισα τη δουλειά μου.

Ένας στρατιώτης σταμάτησε μπροστά στον πάγκο και άρπαξε ένα μήλο. Κι έπειτα κι άλλο. Πήγαινε να τα βάλει στην τσέπη της φορεσιάς του. «Έι! Άσ’ τα κάτω!»

Με κοίταξε προκλητικά και έβαλε πάλι το χέρι του στον πάγκο. Όρμησα πάνω του και τον έριξα κάτω. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Πήγε να αρπάξει το όπλο του αλλά το κλότσησα μακριά. Η πρώτη γροθιά τον έστειλε να φάει χώμα. Η δεύτερη θα του έσπαγε τη μύτη, αν δε με κρατούσαν όσοι βρίσκονταν δίπλα.

«Είσαι τρελός, Χούμπα; Βάρεσες στρατιώτη;» ρώτησε ένας τους.

Με πήραν από πάνω του. Κάθισα στην άμμο λαχανιάζοντας, ενώ ο στρατιώτης σηκωνόταν κι έσκυβε να πάρει το όπλο του. «Θα το πληρώσεις αυτό», είπε.

«Τι συνέβη;»

Πρώτη φορά άκουγα μια φωνή σαν κι αυτή. Αγγελική, σαν δροσερό αεράκι που χάιδευε το καυτό μου μέτωπο. Σαν νερό πηγής, που δρόσιζε την ψυχή μου. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Ήταν λες και τα πάντα πάγωσαν. Είχε παραμερίσει το πέπλο της άμαξας και είχε διατάξει τους αχθοφόρους να την αφήσουν κάτω. Ο στρατιώτης της είχε μείνει με το όπλο στο χέρι. Η πριγκίπισσα περνούσε ανάμεσα στον κόσμο, που υποκλινόταν και της έκανε χώρο.

«Κρύψ’ το», είπε κοφτά στον στρατιώτη κι εκείνος μάζεψε το όπλο του.

Με κοίταξε, έτσι όπως καθόμουν. Μια στιγμή, που έμοιαζε ατέλειωτη. Η Τζαλίν, η ξακουστή πριγκίπισσα της Αστάλια, η γυναίκα που ποθούσαν εκατό πρίγκιπες των γύρω εθνών, με κοιτούσε με έκδηλη περιέργεια.

«Είσαι ακόμα νέος», μου είπε. «Δε θες τη ζωή σου;»

Της έδειξα την τσέπη του. «Μου έκλεψε τρία μήλα».

Ο στρατιώτης τα έριξε κάτω με το που τον κοίταξε η πριγκίπισσα και με κοίταξε με μίσος. Εκείνη χάιδεψε τη λευκή μαντίλα της. «Κι άξιζε να ρισκάρεις τη ζωή σου για τρία μήλα;»

«Θα το έκανα και για ένα μήλο ακόμα, πριγκίπισσά μου».

«Γιατί;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Για το φάρμακο του παιδιού μου. Μου ζήτησαν ένα υπέρογκο ποσό για να το δώσουν. Έχει τη φλόγα των μαύρων πνευμάτων».

Όλοι γύρω μου έβαλαν το χέρι τους στο στόμα. Η πριγκίπισσα ήταν η μόνη που έμεινε να με κοιτάει. «Κανένα ποσό δεν είναι υπέρογκο για μένα. Κι αν μπορούσα να βρω θεραπευτή για την ασθένεια, θα το είχα κάνει. Αλλά κανένας γιατρός δεν μπορεί να γιατρέψει τη φλόγα των μαύρων πνευμάτων».

Το ήξερα. Η αλήθεια μ’ έπνιγε. Αλλά ήθελα να ελπίζω. Δεν μπορούσα κάθε βράδυ να τον βλέπω να λιώνει όλο και παραπάνω. Ήξερα ότι εθελοτυφλούσα, όμως ήταν προτιμότερο να ελπίζω πως κάποιος μπορεί να μου γιατρέψει τον μονάκριβο γιο. Τώρα, τα λόγια της πριγκίπισσας έπεσαν πάνω μου σαν ταφόπλακα.

Έπεσα μπροστά της κι έβαλα τα κλάματα. «Πριγκίπισσά μου, αν δεν μπορείς εσύ, δεν μπορεί κανείς. Σώσε το γιο μου!»

Εκείνη παραμέρισε τους συνοδούς της κι έσκυψε μπροστά μου. «Πόσων ετών είναι ο γιος σου, έμπορε;»

«Οκτώ».

«Παράξενο», είπε. «Πολύ παράξενο».

Έβγαλε ένα κρεμαστάρι από τον λαιμό της και μου το έδωσε. «Εδώ μέσα έχει τα δάκρυα ενός παιδιού, που είχε μοίρα χειρότερη απ’ του γιου σου. Τα δάκρυά του αυτά είναι η ευλογία του Βάντα. Αν τα πιει ο γιος σου, ίσως βρεις το θαύμα που τόσο επιθυμείς».

Πήρα το κρεμαστάρι και κοίταξα το υγρό τους περιεχόμενο. «Πριγκίπισσα, δεν πιστεύω στα θαύματα. Και δεν υπάρχει παιδί με χειρότερη μοίρα απ’ το δικό μου».

Εκείνη μου γύρισε την πλάτη. «Το παιδί σου θα ζήσει. Κι έχει μια μοίρα ευλογημένη, μ’ εσένα για πατέρα. Εσένα, που θα έδινες τη ζωή σου για εκείνο. Έχει γεια, έμπορε».

Οι στρατιώτες γύρισαν στην άμαξα και ο λαός της υποκλίθηκε για άλλη μια φορά, φωνάζοντας το όνομά της. Εγώ έμεινα να κοιτάζω την άμαξα να χάνεται στο τέλος του δρόμου και τον κόσμο να γυρνά στη ζωή του. Κοίταξα το φιαλίδιο με τα δάκρυα. Αν υπήρχαν θαύματα στον κόσμο, σ’ εμένα είχε ήδη συμβεί ένα.