WindΞυπνάς. Βρίσκεσαι σε μια πλαγιά. Γύρω σου παντού ομίχλη, κρύο κι ένας αέρας που διαπερνάει τα ρούχα σου. Έχεις μια ακατανίκητη ανάγκη να φύγεις. Αλλά για πού;
[[Προς την κορυφή->Προς την κορυφή]]
[[Προς τις παρυφές->Προς τις παρυφές]]Φυσικά και θα πας προς την κορυφή! Σε περιμένουν μεγαλεία. Ανεβαίνεις, χωρίς να υπολογίζεις τα πόδια σου, που είναι έτοιμα να σε αφήσουν στη μέση της διαδρομής. Μέχρι που κοιτάζεις ίσια μπροστά σου. Τι βλέπεις;
[[Μια κρεμαστή γέφυρα ->Κρεμαστή γέφυρα]]
[[Έναν μεγάλο στρογγυλό βράχο ->Στρογγυλός βράχος]]Πολύ μακριά η κορυφή! Κι έχει και κρύο. Κατεβαίνεις προς τις παρυφές, ενώ η ομίχλη χάνεται. Μπροστά σου βλέπεις θάμνους, ενώ λίγο πιο μακριά ένα πελώριο δέντρο με παχιά φύλλα, που κρύβουν το εσωτερικό του. Πού θα πας;
[[Προς τους θάμνους ->Προς τους θάμνους]]
[[Προς το δέντρο ->Προς το δέντρο]]Μπροστά σου βρίσκεται μια κρεμαστή γέφυρα, που ενώνει το σημείο που βρίσκεσαι με ένα άλσος στην άλλη μεριά. Δε βλέπεις άλλον προφανή δρόμο, οπότε τη διασχίζεις. Μόνο που λίγο πριν περάσεις απέναντι, ένας άνθρωπος εμφανίζεται μπροστά σου. Χαμογελάει σαρδόνια και σε κοιτάζει. Στο χέρι του κρατάει ένα μεγάλο μαχαίρι. "Ή θα κάνεις ό,τι σου πω ή θα κόψω τη γέφυρα".
[[Συμφωνείς ->Συμφωνείς μαζί του]]
[[Διαφωνείς ->Διαφωνείς μαζί του]]Ένας τεράστιος, στρογγυλός βράχος βρίσκεται μπροστά σου και σου κρύβει τη θέα. Όσο ανηφορίζεις, τόσο δεσπόζει στο τοπίο. Έχεις δύο επιλογές: ή θα φτάσεις δίπλα του για να τον προσπεράσεις ή θα κάνεις πίσω, για να βρεις άλλον δρόμο.
[[Θα συνεχίσεις προς τον βράχο ->Συνέχεια προς βράχο]]
[[Θα κάνεις πίσω ->Κάνεις πίσω]]Συνεχίζεις ευθεία. Ο δρόμος σου είναι προς την κορυφή και τίποτα δε σε σταματάει. Εκτός από εκείνη τη φωνή. "Άφησε κάτω όλα σου τα υπάρχοντα, αν θέλεις τη ζωή σου!"
[[Κάνεις ό,τι σου λέει ->Υπακούς στη φωνή]]
[[Συνεχίζεις ευθεία ->Αψηφάς τη φωνή]]Κάτι δε σου αρέσει στο μέρος εκείνο. Καλύτερα να επιστρέψεις. Μόνο που, λίγο πριν τη γέφυρα, σε μια στροφή του ορεινού μονοπατιού βλέπεις μια ημιδιάφανη φιγούρα να αιωρείται μπροστά σου. Τα χαρακτηριστικά της δεν είναι ευδιάκριτα.
[[Της μιλάς ->Μιλάς στη φιγούρα]]
[[Την προσπερνάς ->Προσπερνάς τη φιγούρα]]"Εντάξει, σταμάτησα!" λες. Κοιτάζεις γύρω σου. Δε φαίνεται πουθενά κανένας. "Γδύσου και πέτα όλα σου τα υπάρχοντα στα δεξιά σου!" φωνάζει. Κάνεις ακριβώς ό,τι σου λέει. Μόνο που μια σκέψη περνάει από το μυαλό σου.
[[Τι τον εμποδίζει από το να με σκοτώσει; ->Θα με σκοτώσει!]]
[[Τι θα κάνω τώρα; ->Τι θα κάνω τώρα;]]Ας πάει να λέει ό,τι θέλει! Συνεχίζεις χωρίς να σε νοιάζουν οι κούφιες απειλές. Ξέρεις όμως τι δεν είναι κούφιο; Ο βράχος, που κατρακυλάει προς το μέρος σου και συνθλίβει όλο σου το σώμα. Πεθαίνεις με φριχτούς πόνους.Μια βασανιστική σκέψη περνάει αιφνίδια από το μυαλό σου. Ακόμα κινδυνεύεις. Τρέχεις να κρυφτείς, καθώς ο βράχος κυλάει προς το μέρος σου. Τον αποφεύγεις τελευταία στιγμή. Ξαφνικά, ο δρόμος είναι ανοιχτός εμπρός σου και τα υπάρχοντά σου πεταμένα στην άλλη μεριά του δρόμου.
[[Θα πας να τα μαζέψεις ->Μαζεύεις τα υπάρχοντα]]
[[Θα τρέξεις ανηφορικά ->Τρέχεις ανηφορικά]]Αναρωτιέσαι για το μέλλον σου, μέσα στην απελπισία που πια μόνο εκείνη ντύνει το κορμί σου. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα, που ωσάν Ερινύες σε ταλανίζουν, παύουν απότομα όταν το κεφάλι σου διαλύεται από την ορμή του βράχου που έρχεται κατά πάνω σου.Τρέχεις να μαζέψεις τα υπάρχοντά σου. Καθώς σκύβεις για να πάρεις τα ρούχα σου, ακούς βιαστικά βήματα. Ένας μεγαλόσωμος άντρας στέκεται μπροστά σου και σε κοιτάζει αγριεμένος. "Άσ' τα και φύγε!" φωνάζει.
[[Υπακούς ->Τρέχεις ανηφορικά]]
[[Τον αγνοείς ->Τον αγνοείς]]Αφήνεις τα ρούχα σου εκεί και τρέχεις. Η ζωή σου έχει μεγαλύτερη σημασία! Μόνο που, χωρίς ρούχα στο βουνό, κινδυνεύεις πια από κρυοπάγημα. Ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, βλέπεις στα δεξιά σου ένα κατηφορικό σπήλαιο. Στα αριστερά σου ακούς το κελάρυσμα ενός ποταμιού.
[[Θα πας δεξιά, προς το σπήλαιο ->Προς το σπήλαιο]]
[[Θα πας αριστερά, προς το ποτάμι ->Προς το ποτάμι]]Ας λέει ό,τι θέλει. Χωρίς ρούχα θα ξεπαγιάσεις. Μπροστά σου έχεις τα κανονικά σου ρούχα, αλλά ανάμεσα κι έναν ασημένιο χιτώνα. Είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να σε ζεστάνει. Ίσως να είναι παγίδα.
[[Φοράς τα ρούχα σου ->Φοράς τα ρούχα σου]]
[[Φοράς τον χιτώνα ->Φοράς τον χιτώνα]]Δεν έχεις χρόνο για σκέψεις. Πρέπει να φορέσεις γρήγορα τα ζεστά σου ρούχα, για να μην ξεπαγιάσεις. Καθώς το παχύ ύφασμα τυλίγει τη μέση σου, μια γροθιά σού κόβει την ανάσα και πέφτεις στο έδαφος. Ο ληστής, ο οποίος έχει αγριέψει πάρα πολύ, σε γρονθοκοπά καθώς σε γδύνει ξανά. Σε αφήνει στη μοίρα σου, να παγώσεις απ' το κρύο, ενώ είναι αδύνατον να κουνηθείς, εξαιτίας των βαριών χτυπημάτων. Άλλη φορά να μην αγνοείς τον εχθρό σου. Αν υπάρξει άλλη φορά!Φοράς τον ασημένιο χιτώνα. Δεν είναι ζεστός, ούτε σε καλύπτει όσο θα έπρεπε για τις συνθήκες του βουνού. Καθώς τον περιεργάζεσαι πάνω σου, βλέπεις μια γροθιά να κατευθύνεται προς το στομάχι σου. Ετοιμάζεσαι για το χτύπημα, το οποίο τελικά μοιάζει σαν χάδι. Ο ληστής, έντρομος, βλέπει το χέρι του και σταδιακά το υπόλοιπο σώμα του, να μετατρέπεται σε πάγο. Απέναντί σου έχεις πλέον μια παγοκολώνα. Χρήσιμος ο μανδύας!
[[Συνεχίζεις να τον φοράς ->Συνεχίζεις να τον φοράς]]
[[Τον βγάζεις και φοράς τα ρούχα σου ->Τον βγάζεις]]Σιγά μη βγάλεις αυτό το υπέροχο μαγικό κατασκεύασμα! Αφήνεις πίσω σου τα ρούχα σου και ανεβαίνεις προς την κορυφή του βουνού, που μοιάζει να πλησιάζει ξαφνικά. Το περπάτημα δε σου προκαλεί ζεστασιά, αλλά αυτό το κρύο είναι τόσο οικείο... Το σώμα σου σαν να πετάει! Καθώς ανεβαίνεις, η κορυφή του βουνού είναι πια στα πόδια σου. Ή μάλλον όχι! Δεν έχεις πόδια, ούτε σώμα πια! Είσαι ο Άνεμος!Καλός και χρήσιμος ο μανδύας, αλλά σαν τα καλά, ζεστά σου ρούχα δεν έχει. Τα φοράς και ανεβαίνεις αργά προς τα πάνω. Στον δρόμο σου βλέπεις ένα κοράκι κι ένα γεράκι να παλεύουν στον αέρα. Πάνω στην πάλη τους, πέφτουν στο έδαφος. Τι θα κάνεις;
[[Θα βοηθήσεις το κοράκι ->Βοηθάς το κοράκι]]
[[Θα βοηθήσεις το γεράκι ->Βοηθάς το γεράκι]]
[[Τα αγνοείς και συνεχίζεις ->Αγνοείς τα πτηνά]]Αρπάζεις το γεράκι από τα πόδια και το κοράκι, ελεύθερο πια, καταφέρνει το τελειωτικό χτύπημα στο γεράκι. Αμέσως μετά, στέκεται εμπρός σου και παίρνει ανθρώπινη μορφή. Είναι μια πανέμορφη, αρχοντική μαυρομάλλα γυναίκα με μαύρο φόρεμα. Σου συστήνεται ως η Βασίλισσα των Κορακιών. Σου ζητάει να την ακολουθήσεις.
[[Την ακολουθείς ->Την ακολουθείς]]
[[Δεν την ακολουθείς ->Δεν την ακολουθείς]]Αρπάζεις το κοράκι από τα πόδια και το γεράκι, ελεύθερο πια, καταφέρνει το τελειωτικό χτύπημα στον εχθρό του. Αμέσως μετά, στέκεται εμπρός σου και παίρνει ανθρώπινη μορφή. Είναι ένας καστανομάλλης, λεβεντόκορμος άντρας που σου συστήνεται ως ο Βασιλιάς των Γερακιών. Σου ζητάει να τον ακολουθήσεις.
[[Τον ακολουθείς ->Τον ακολουθείς]]
[[Δεν τον ακολουθείς ->Δεν τον ακολουθείς]]Η διαμάχη των πτηνών δε σε αφορά. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Καθώς τα προσπερνάς, σουρουπώνει απότομα. Ταυτόχρονα, μια μεταμόρφωση λαμβάνει χώρα εντός σου. Βγάζεις φτερά και μετατρέπεσαι σε κοράκι. Πετάς όλη τη νύχτα, προσπαθώντας να συνηθίσεις το σώμα σου και περιμένοντας το ξημέρωμα. Μόνο που, όταν βγαίνει ο ήλιος, αντί να επιστρέψεις στην ανθρώπινη μορφή σου, μεταμορφώνεσαι σε γεράκι. Κι αυτός ο κύκλος μεταορφώσεων συνεχίζεται κάθε μέρα και κάθε νύχτα, μέχρι το τέλος της ζωής σου.Έχεις μαγευτεί από την παρουσία της! Φυσικά και την ακολουθείς. Ανεβαίνετε από έναν φιδογυριστό δρομάκο και φτάνετε στο φτιαγμένο από μαύρη πέτρα παλάτι της. Μένεις για πάντα εκεί, ως ακόλουθός της, ικανοποιώντας κάθε της επιθυμία, νιώθοντας πως έχεις πλέον φτάσει στον απώτατο σκοπό της ζωής σου.Δε θα μπορούσες να εμπιστευτείς μια τέτοια αλλόκοτη οντότητα! Φεύγεις μακριά της. Κατεβαίνεις τρέχοντας το βουνό και συνεχίζεις τη ζωή σου. Μόνο που τα δειλινά, ακούς μια γλυκιά φωνή να σου ψιθυρίζει και σε κυριεύει μια πρωτόγνωρη μελαγχολία.Έχεις μαγευτεί από την παρουσία του! Φυσικά και τον ακολουθείς. Ανεβαίνετε από έναν πετρόχτιστο δρόμο και φτάνετε στο φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο παλάτι του. Μένεις για πάντα εκεί, ως ακόλουθός του, ικανοποιώντας κάθε του επιθυμία, νιώθοντας πως έχεις πλέον φτάσει στον απώτατο σκοπό της ζωής σου.Σιγά μην τον ακολουθήσεις! Δε θα υπηρετήσεις κανέναν βασιλιά! Τον αφήνεις και συνεχίζεις τις περιπλανήσεις σου. Μόνο που, κάθε ξημέρωμα από εκεί και πέρα, σε πιάνει μια αλλόκοτη έξαψη, μια άσβεστη επιθυμία που δεν μπορείς να εξηγήσεις. Τι θα γινόταν άραγε αν τον είχες ακολουθήσει;Πρώτη σου προτεραιότητα είναι να βρεις λίγη ζεστασιά, οπότε πηγαίνεις προς το σπήλαιο. Καθώς διασχίζεις την είσοδό του, ακούς το τριζοβόλημα μιας φωτιάς. Τρέχεις προς τα εκεί. Μπροστά στη φωτιά βλέπεις μια κουκουλοφορεμένη φιγούρα. Κοιτάζει προς το μέρος σου. Στο δεξί της χέρι καίει μια φλόγα, ενώ στο αριστερό της χέρι κρατά ένα κομμάτι ύφσσμα στο χρώμα της φωτιάς.
[[Πλησιάζεις το αριστερό της χέρι ->Αριστερό χέρι φωτιάς]]
[[Πλησιάζεις το δεξί της χέρι ->Δεξί χέρι φωτιάς]]Μια καλή ιδέα είναι να ξεδιψάσεις. Μετά θα βρεις καταφύγιο. Καθώς κατηφορίζεις, δίπλα στην όχθη του ποταμού βλέπεις μια κουκουλοφορεμένη φιγούρα να αυτοσυγκεντρώνεται. Σου κάνει νόημα να πλησιάσεις. Στο αριστερό χέρι κρατά ένα βαθυγάλαζο κομμάτι ύφασμα, ενώ από το δεξί τρέχει ένα ρυάκι νερό.
[[Πλησιάζεις το αριστερό χέρι ->Αριστερό χέρι νερού]]
[[Πλησιάζεις το δεξί χέρι ->Δεξί χέρι νερού]]Πλησιάζεις το αριστερό της χέρι. Σου γνέφει να αγγίξεις το ύφασμα. Όταν το κάνεις, μια γλυκιά ζεστασιά διαπερνά το παγωμένο σου κορμί. Τώρα πια φοράς έναν πορτοκαλί μανδύα που σε ζεσταίνει και βγάζει φωτιές προς την κατεύθυνση που θέλεις. Κλείνεις τα μάτια σου από τη λάμψη κι όταν τα ανοίγεις, βρίσκεσαι στις παρυφές του βουνού. Τυλίγεσαι με τον υπέροχο μανδύα σου και συνεχίζεις την περιπλάνηση.Πλησιάζεις το δεξί χέρι. Η φιγούρα βγάζει την κουκούλα. Είναι μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά και διαπεραστικό βλέμμα. "Καλά έκανες που ήρθες χωρίς ρούχα. Έχεις προετοιμαστεί για την τέχνη της μαγείας", σου λέει με βραχνή φωνή. Μένεις στη σπηλιά για τρεις μήνες κοντά της. Όταν φεύγεις, έχεις ήδη κατακτήσει τη μαγεία της φωτιάς! Τι να τα κάνεις πια τα ρούχα;Πλησιάζεις το αριστερό χέρι της φιγούρας. Όταν αγγίζεις το κομμάτι ύφασμα, γύρω σου τυλίγεται ένας σφιχτός βαθυγάλαζος μανδύας που σε ζεσταίνει. Ενώ τον περιεργάζεσαι, μια δυνατή σπρωξιά σε στέλνει κατευθείαν στο ρεύμα του ποταμού. Προς έκπληξή σου, δε βρέχεσαι ούτε κρυώνεις. Μάλιστα, πάνω στον μανδύα κολλάνε ψάρια. Όταν η τρελή πορεία σου έχει πια σταματήσει, βγαίνεις από το νερό και κοιτάζεις γύρω σου. Εϊσαι πια στην πεδιάδα και το υπέροχο αυτό κομμάτι ύφασμα σού έχει αλλάξει τη ζωή!Αγγίζεις το τρεχούμενο νερό. Τότε η φιγούρα αποκαλύπτει το πρόσωπό της. Είναι ένας νεαρός με σταχτόγκριζα μαλλιά. "Καλά έκανες που ήρθες χωρίς ρούχα. Έχεις προετοιμαστεί για τη μαγεία του νερού". Για τρεις μήνες σε διδάσκει για την εσωτερική σου ροή, που όχι μόνο σε κρατάει ζεστό αλλά και σε εξελίσσει σε πολλά επίπεδα. Όταν αφήνεις το ποτάμι πίσω σου, τα βήματά σου είναι εμποτισμένα με αρχαία σοφία και το σώμα σου με εσωτερική δύναμη. Τι να τα κάνεις τα ρούχα; "Τι είσαι;" ρωτάς τη φιγούρα. "Είμαι το Πνεύμα της Ομίχλης", λέει. "Και θέλω τη βοήθειά σου!"
[[Θα προσφέρεις τη βοήθειά σου ->Βοηθάς το πνεύμα]]
[[Δεν προσφέρεις τη βοήθειά σου ->Αφήνεις το πνεύμα αβοήθητο]]Δεν έχεις καμιά δουλειά να μιλάς με ημιδιαφανείς φιγούρες. Την προσπερνάς και την αγνοείς επιδεικτικά. Μόνο που σε ακολουθεί αθόρυβα. Δεν θα απαλλαγείς έτσι εύκολα! Μπροστά σου βλέπεις τη γέφυρα. Όταν πατάς στην ξύλινη κατασκευή, η μορφή σε ρωτάει: "Γιατί με αποφεύγεις;"
[[Απαντάς ->Απαντάς στη μορφή]]
[[Δεν απαντάς ->Δεν απαντάς στη μορφή]]"Γιατί δε σε γνωρίζω", απαντάς και της γυρνάς την πλάτη. Πυκνή ομίχλη σε τυλίγει καθώς διασχίζεις τη γέφυρα. Μια φωνή ακούγεται από πίσω σου. "Φαντάσου με", λέει. Όσο προχωράς, στην ομίχλη σχηματίζονται μορφές. Μια ιστορία εκτυλίσσεται εμπρός σου. Γελάς, δακρύζεις, οργίζεσαι, φοβάσαι και ελπίζεις. Έχεις περάσει από σαράντα κύματα και από συνεχείς ψυχολογικές διακυμάνσεις, όταν πια η ομίχλη καθαρίζει και στο τέλος της γέφυρας σε περιμένει η ίδια ημιδιαφανής φιγούρα. "Τώρα με γνωρίζεις. Άσε το Πνεύμα της Ομίχλης να σε συντροφεύσει για όλη σου τη ζωή".Δεν έχεις κανέναν λόγο να απαντήσεις. Η φιγούρα μένει εκεί και σε κοιτάζει, ενώ αιωρείται. Περπατάς βιαστικά τη γέφυρα και η ομίχλη σε τυλίγει. Πού θα πάει; Κάποτε θα ξεθολώσει. Ή έστω θα τελειώσει η γέφυρα και θα πατήσεις σε στέρεο έδαφος. Αμ δε! Τίποτα από τα δύο δε συμβαίνει. Συνεχίζεις να περπατάς στην ασταθή ξύλινη γέφυρα, μέσα στην ομίχλη, για το υπόλοιπο της ζωής σου."Ευχαρίστως να σε βοηθήσω!" λες. Το πνεύμα πηγαίνει πρώτο και το ακολουθείς. Φτάνει στη γέφυρα και σου λέει: "Δεν μπορώ να την περάσω. Αλλά εσύ μπορείς! Πήγαινε απέναντι και σκάψε μπροστά στην κουφάλα του γέρικου πλάτανου. Φέρε μου το αντικείμενο που θα βρεις και θα σε ανταμείψω!". Τρέχεις, περνάς τη γέφυρα και φτάνεις σε ένα άλσος τυλιγμένο στην ομίχλη. Μπροστά σου δεσπόζει ο γέρικος πλάτανος. Τι ήθελες να κάνεις;
[[Να σκάψεις στην κουφάλα του! ->Σκάβεις στην κουφάλα του]]
[[Να τον σκαρφαλώσεις ->Σκαρφαλώνεις στον πλάτανο]]
[[Δε θυμάσαι! ->Δε θυμάσαι]]Δεν έχεις χρόνο να βοηθάς πνεύματα. Το αγνοείς επιδεικτικά και μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή που του μίλησες. Πατάς στη γέφυρα και τη διασχίζεις βιαστικά. Μόνο που βλέπεις την απέναντι πλευρά να γκρεμίζεται. Η γέφυρα είναι μεγάλη, σίγουρα έχεις χρόνο. Μόνο που όταν γυρνάς να κοιτάξεις πίσω σου, βλέπεις το αγριεμένο βλέμμα του πνεύματος, που σε καθηλώνει. Κι αυτό είναι το τελευταίο που βλέπεις, καθώς χάνεται η γέφυρα κάτω από τα πόδια σου και χάνεσαι σε αβυσσαλέα βάθη.Μα φυσικά να σκάψεις στην κουφάλα του! Βρίσκεις μια κοφτερή πέτρα και σκάβεις όπως όπως. Μετά από δέκα λεπτά, που έχεις ιδρώσει φοβερά, ακούς την πέτρα να χτυπάει σε κάτι μεταλλικό. Σκάβεις με τα χέρια και βρίσκεις ένα χρυσό κουτί. Το ανοίγεις και βρίσκεις ένα μενταγιόν με καταπράσινο πετράδι. Το κρατάς στα χέρια σου. Το κομψοτέχνημα αυτό σε γοητεύει!
[[Το πηγαίνεις στο πνεύμα ->Το πηγαίνεις στο πνεύμα]]
[[Το κρατάς για τον εαυτό σου ->Το κρατάς για τον εαυτό σου]]Ήθελες να σκαρφαλώσεις στον πλάτανο! Ανεβαίνεις, πατάς επιδέξια στα κλαδιά του και φτάνεις ψηλά, πολύ ψηλά. Βλέπεις τη γέφυρα και το πνεύμα να σε περιμένει. Από μακριά μοιάζει ακόμα πιο απόκοσμο, ακόμα πιο... Ακόμα πιο τι; Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς, καθώς το κλαδί που κάθεσαι σπάει και τσακίζεσαι μπροστά στην κουφάλα του δέντρου. Α ναι! Ήθελες να σκάψεις. Μόνο που τώρα είναι πολύ αργά. Για όλα.Δε θυμάσαι. Κάθεσαι κάτω προσπαθώντας να θυμηθείς. Η ομίχλη σε τυλίγει. Όσο περνάει η ώρα, ξεχνάς όλο και περισσότερα. Πού είσαι; Τι είσαι; Ήθελες να δώσεις κάτι σε κάποιον. Ναι... Αλλά τι; Και σε ποιον; Η μνήμη σου θολώνει εντελώς και η ομίχλη τυλίγει το μυαλό σου. Το μόνο που θέλεις είναι να κοιμηθείς. Για πάντα.Το πηγαίνεις στο πνεύμα, όπως υποσχέθηκες. Μια υποψία χαμόγελου διαγράφεται στην ημιδιαφανή φιγούρα. Περνάς τη γέφυρα και του φοράς το περιδέραιο. Αν και άυλο, το μενταγιόν ταιριάζει μια χαρά στον λαιμό του. Το σώμα σχηματίζεται και ξαφνικά ένας άνθρωπος βρίσκεται μπροστά σου. Μόνο που... είναι ό,τι ομορφότερο θα μπορούσες να φανταστείς! Σου χαμογελά και η καρδιά σου σκιρτάει. "Θα είμαστε για πάντα μαζί. Μόνο φρόντισε να μη χαθεί ποτέ το μενταγιόν, εντάξει;"Είναι δικό μου! Ολόδικό μου! σκέφτεσαι. Φοράς το μενταγιόν και μια απόκοσμη αίσθηση σε τυλίγει. Η ομίχλη... Είναι τόσο οικεία, τόσο δική σου. Σαν να κολυμπάς σε βαμβάκι. Το μενταγιόν πέφτει στο έδαφος καθώς το σώμα σου εξαφανίζεται. Έχεις γίνει η Ομίχλη.Σκέφτεσαι τη ζωή σου. Συμφωνείς με τους όρους του. "Λοιπόν, θα έρθεις από τη μεριά μου και θα σκάψεις στην κουφάλα του γέρικου πλάτανου. Θα βρεις ένα μενταγιόν. Φέρ' το μου και θα σε αφήσω να φύγεις".
[[Ακολουθείς τις οδηγίες του ->Ακολουθείς τις οδηγίες του]]
[[Σε πιάνουν οι αμφιβολίες ->Σε πιάνουν οι αμφιβολίες]]Διαφωνείς μαζί του! Δικαίωμά σου δεν είναι; Εντάξει, κι αυτός κόβει τη γέφυρα. Ο καθένας με τα δικαιώματά του. Πέφτεις από τεράστιο ύψος και γκρεμοτσακίζεσαι, ενώ πάνω σου πέφτουν κομμάτια της γέφυρας. Κάνε μήνυση στη βαρύτητα.Δεν έχεις κι άλλη επιλογή! Σε αφήνει να περάσεις αλλά σε απειλεί με το αιχμηρό του όπλο. Σου δίνει ένα φτυάρι και σταματάει να σε ακολουθεί μόνο όταν μπαίνεις στο άλσος. Έχει πυκνή ομίχλη και πρέπει να ψάξεις για την κουφάλα. Όταν την ξεχωρίζεις, πιάνεις το φτυάρι.
[[Ξεκινάς να σκάβεις ->Ξεκινάς να σκάβεις]]
[[Χμμμ, το φτυάρι είναι ένα καλό όπλο ->Όπλο το φτυάρι!]]Σε πιάνουν οι αμφιβολίες. Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Τον ρωτάς και σου λέει να μη ρωτάς πολλά.
[[Πείθεσαι ->Ακολουθείς τις οδηγίες του]]
[[Δε θα κουνηθείς αν δε σου εξηγήσει ->Μένεις εκεί πεισματικά]]Σκάβεις για να βρεις το μενταγιόν. Το χώμα είναι κρύο, αλλά βάζεις τα δυνατά σου να τελειώσεις. Βρίσκεις ένα χρυσό κουτί και μέσα του έχει το μενταγιόν! Είναι πανέμορφο! Στη μέση έχει ένα καταπράσινο πετράδι.
[[Το επιστρέφεις στον ληστή ->Το επιστρέφεις στον ληστή]]
[[Το κρατάς για τον εαυτό σου! ->Το κρατάς για τον εαυτό σου!]]Αφού κρατάς ένα εξαίσιο εργαλείο για να τον κοπανήσεις με αχρείαστα υπερβολική δύναμη, τι το σκέφτεσαι; Τον πλησιάζεις. Κοιτάζει αφηρημένος κάπου απέναντι. Μοιάζει έτοιμος να δακρύσει. Τι να συμβαίνει άραγε;
[[Τον ρωτάς τι συμβαίνει ->Τον ρωτάς τι συμβαίνει]]
[[Τον κοπανάς με το φτυάρι ->Τον κοπανάς με το φτυάρι]]Στέκεσαι να περιεργαστείς το υπέροχο αντικείενο. Δε μένει τίποτε άλλο παρά να το επιστρέψεις στον ληστή. Με αργά βήματα βγαίνεις από το άλσος και του το δίνεις. Δε θυμάσαι όμως πού θέλεις να πας. Δε θυμάσαι τίποτα ξαφνικά! "Πού να πάω;" ρωτάς. "Τι με νοιάζει;" λέει εκείνος καθώς τσεπώνει το μενταγιόν. "Μα δε θυμάμαι!" επιμένεις. "Α ναι!" λέει εκείνος. Σε πλησιάζει και σου δείχνει προς τη γέφυρα. Καθώς κοιτάς, σου δίνει μια σπρωξιά και κουτρουβαλάς στον γκρεμό. Μήπως τώρα θυμήθηκες;Όχι, δε θα το δώσεις στον ληστή! Το κρατάς και διασχίζεις το άλσος. Με το που καθαρίζει η ομίχλη, βλέπεις ένα νεκροταφείο εντός του άλσους. Τάφοι παντού, με τα μούσκλια και τα βρύα να έχουν κυριαρχήσει πάνω στην γκρίζα πέτρα. Τι θα κάνεις;
[[Θα περιεργαστείς τα μνήματα ->Περιεργάζεσαι τα μνήματα]]
[[Ψάχνεις τριγύρω ->Ψάχνεις τριγύρω]]Περιεργάζεσαι τα μνήματα. Πόσο παλιά να είναι; Προσπαθείς να διαβάσεις το όνομα. Το συλλαβίζεις. Είναι οικείο... Είναι το όνομά σου! Το επόμενο που θυμάσαι είναι να βρίσκεσαι μέσα στο χώμα, ενώ το μενταγιόν πάλλεται και σου μουδιάζει το κορμί. Καιρός να ξεκουραστείς... για πάντα.Δεν έχεις καμιά δουλειά με τα μνήματα! Κοιτάζεις τριγύρω. Ένας ναΐσκος ξεπροβάλλει ανάμεσα στα δέντρα. Μπαίνεις μέσα. Είναι άδειος. Έχει καθίσματα δεξιά κι αριστερά κι έναν διάδρομο που οδηγεί στο κύριο μέρος του ναού. Ένα τεράστιο χρυσό άγαλμα ενός θεού δεσπόζει στον χώρο. Κρατά ένα σπαθί και μπροστά του υπάρχει χώρος για τις προσφορές. Κάποιος φωνάζει απ' έξω.
[[Του προσφέρεις το μενταγιόν ->Προσφέρεις το μενταγιόν]]
[[Βγαίνεις έξω να δεις ποιος φωνάζει ->Βγαίνεις έξω από τον ναό]]Προσφέρεις το μενταγιόν στη θεότητα. Μια λάμψη σε τυφλώνει και κάτι βαραίνει το δεξί σου χέρι. Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις πως κρατάς ένα γυαλιστερό, ασημένιο ξίφος. Βγαίνεις έξω από τον ναΐσκο για να δεις ποιος φωνάζει. Είναι ο ληστής από προηγουμένως, που μόλις σε βλέπει, βγάζει το μαχαίρι του και σε κυνηγά αγριεμένος!
[[Τον σημαδεύεις με το ξίφος σου ->Τον σημαδεύεις με το ξίφος]]
[[Προσπαθείς να του εξηγήσεις ->Προσπαθείς να του εξηγήσεις]]Ποιος να φωνάζει; Βγαίνεις έξω από τον ναΐσκο και βλέπεις τον ληστή να σε ψάχνει. Σε βρίσκει και βγάζει αγριεμένος το μαχαίρι του. Προσπαθείς να του εξηγήσεις. Δεν είναι αυτό που νομίζει. Ή ίσως και να είναι. Λίγη σημασία έχει, καθώς το μαχαίρι του σε διαπερνά πολλές φορές, μέχρι που το σώμα σου πέφτει άψυχο στο χώμα. Τι ειρωνεία! Άταφο σε ένα μέρος με τόσους τάφους. Ο ληστής παίρνει το μενταγιόν που έχει πέσει κάτω και φεύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω του.Τον σημαδεύεις με το ξίφος. Πριν καν καταλάβεις τι έγινε, ένα ορμητικό κύμα αέρα σε ωθεί προς τα εμπρός. Διαπερνάς το σώμα του ληστή με αφάνταστη ευκολία και, όταν σταματάς, το άψυχο κουφάρι του πετάγεται κάπου ανάμεσα στα δέντρα. Μέσα στην ησυχία του νεκροταφείου, συνειδητοποιείς πόσο σημαντικό κειμήλιο βρήκες. Κοιτάζεις για μια τελευταία φορά τον ναΐσκο, ευχαριστείς ξανά τον άγνωστο θεό για το δώρο του και συνεχίζεις τις περιπέτειές σου στους άγνωστους αυτούς τόπους.Προσπαθείς να του εξηγήσεις. Δεν είναι αυτό που νομίζει! Ή μήπως είναι; Λίγη σημασία έχει, καθώς μόλις βλέπει τι κρατάς, τρέχει έντρομος να ξεφύγει. Ανασηκώνεις τους ώμους. Λιγότεροι μπελάδες για εσένα. Με το σπαθί ανά χείρας, φεύγεις από εκείνο το μέρος. Καλό είναι να βρεις και μια ωραία θήκη που να ταιριάζει στη μεγαλοπρέπειά του.Τον ρωτάς τι του συμβαίνει. Εκείνος στρέφεται απότομα προς το μέρος σου. Πιο απότομα απ' ό,τι υπολογίζεις. Ακόμα πιο απότομα βυθίζει το μαχαίρι του στο στήθος σου. Καθώς τα χέρια σου κρυώνουν, αρπάζει και το φτυάρι από το χέρι σου βλαστημώντας. Μια δουλειά είχες να κάνεις, δες πώς κατάντησες. Α, δεν μπορείς να δεις. Έχεις πεθάνει.Πλησιάζεις σιωπηλά και του δίνεις μια γερή με το φτυάρι στο κεφάλι. Πέφτει κάτω αναίσθητος. Ή νεκρός; Δε σε νοιάζει και πολύ. Παίρνεις τα λιγοστά χρήματα από την τσέπη του, και με το φονικό σου φτυάρι διασχίζεις το δάσος, οδεύοντας προς νέες περιπέτειες.Δεν κουνιέσαι ρούπι! Αναστενάζει. "Εντάξει, θα σου πω. Το μενταγιόν αυτό το άφησε στην κουφάλα ένα πνεύμα του ανέμου. Δεν μπορεί να περάσει τη γέφυρα για να το ξαναπάρει, άρα είναι τέλεια ευκαιρία για εμάς. Το τσεπώνουμε και γινόμαστε πλούσιοι. Μπήκες;"
[[Μπήκες ->Μπήκες]]
[[Τώρα στεναχωρήθηκες ->Στεναχωρήθηκες]]Μπήκες στο κόλπο. Τον πλησιάζεις, σου δίνει το φτυάρι. Πηγαίνεις στο διπλανό άλσος, σκάβεις μέσα στην ομίχλη, βρίσκεις το μενταγιόν και του το παραδίδεις. Σε ευχαριστεί θερμά και σου λέει πως θα πάει στη διπλανή πόλη να πουλήσει το μενταγιόν και θα σου φέρει το μερίδιό σου. Περιμένεις με το φτυάρι στο χέρι να γυρίσει. Και περιμένεις. Και περιμένεις. Κάποια στιγμή γίνεσαι ένα πέτρινο άγαλμα. Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι διαβάτες ονομάζουν το άγαλμά σου "Το κορόιδο με το φτυάρι".Στεναχωρήθηκες για το πνεύμα! Γιατί να μην μπορεί το καημένο να βρει το μενταγιόν του; Γιατί αυτός ο κακούργος θέλει να του το πάρει; Κρύβεις τις σκέψεις σου και κάνεις ό,τι σου λέει. Τον πλησιάζεις, σου δίνει το φτυάρι. Πηγαίνεις στο διπλανό άλσος, σκάβεις μέσα στην ομίχλη και βρίσκεις το μενταγιόν. Μόνο που, όταν σου το ζητάει, τρέχεις προς τη γέφυρα και τη διασχίζεις γοργά. Εκείνος ουρλιάζει και σε κυνηγάει.
[[Συνεχίζεις να τρέχεις ->Συνεχίζεις να τρέχεις]]
[[Πετάς το μενταγιόν στην άλλη άκρη της γέφυρας ->Πετάς το μενταγιόν]]Συνεχίζεις να τρέχεις. Σχεδόν έχεις φτάσει απέναντι! Με το που πατάς στην άλλη μεριά, κάτι σε τρυπάει και σου προκαλεί αφόρητο πόνο. Το μενταγιόν σου φεύγει απ' τα χέρια. Το τελευταίο που βλέπεις πριν πέσεις στο χώμα είναι μια ημιδιαφανή φιγούρα να φοράει το μενταγιόν, ενώ ο ληστής ακούγεται να τρέχει μακριά πανικόβλητος.Πετάς το μενταγιόν στην άλλη μεριά της γέφυρας. Ο ληστής σε προφταίνει. Πάει να σε καρφώσει, αλλά μένει άναυδος όταν μια ημιδιαφανής φιγούρα φοράει το μενταγιόν καθώς εκείνο αιωρείται. Εκμεταλλεύεσαι την ευκαιρία και τρέχεις προς το πνεύμα. Μόνο που δεν είναι πια πνεύμα. Είναι μια εκτυφλωτικά όμορφη ανθρώπινη ύπαρξη, όμοια με την οποία δεν έχεις ξαναδεί ποτέ. Με ένα άγγιγμα γκρεμίζει τη γέφυρα και τον ληστή μαζί της κι έπειτα φεύγετε ευτυχισμένοι μαζί για πάντα. Πρόσεχε μόνο μη χαθεί το μενταγιόν!Κατευθύνεσαι προς τους θάμνους. Όλο και κάτι θα έχει εκεί. Πεινάς κιόλας. Έχει τρία είδη θάμνων: με κόκκινους καρπούς, με χρυσούς και χωρίς καθόλου καρπούς.
[[Πας στους κόκκινους ->Κόκκινοι καρποί]]
[[Πας στους χρυσούς ->Χρυσοί καρποί]]
[[Πας στους άδειους θάμνους ->Άδειοι θάμνοι]]Το δέντρο αυτό σε μαγνητίζει. Αφήνεις τους θάμνους πίσω σου και κατευθύνεσαι προς τα εκεί. Νιώθεις σαν κάτι μικροσκοπικό, σαν μυρμήγκι στη ρίζα του. Έχει μια μεγάλη κουφάλα και πολλά πιασίματα στον κορμό του, αλλά και κλαδιά, για να ανέβεις.
[[Εξερευνείς την κουφάλα. ->Κουφάλα]]
[[Σκαρφαλώνεις στο δέντρο ->Σκαρφαλώνεις στο πελώριο δέντρο]]Πλησιάζεις τους καρπούς με το κόκκινο χρώμα. Καθώς πας να τους πιάσεις, διαπιστώνεις πως οι θάμνοι έχουν αγκάθια. Αλλά ταυτόχρονα η πείνα σου έχει μεγαλώσει.
[[Θα προσπαθήσεις, πολύ προσεκτικά, να πιάσεις τους καρπούς ->Προσεκτικά]]
[[Θα αρπάξεις βιαστικά τους καρπούς ->Βιαστικά]]Οι θάμνοι με τους χρυσούς καρπούς έχουν κάτι που σε ελκύει. Οδεύεις προς τα εκεί, αλλά κάτι αλλόκοτο συμβαίνει γύρω σου. Μήπως να το ξανασκεφτείς;
[[Θα πας στους κόκκινους καρπούς ->Κόκκινοι καρποί]]
[[Θα πας στους άδειους θάμνους ->Άδειοι θάμνοι]]
[[Όχι, θα πας στους χρυσούς θάμνους! ->Ξανά χρυσοί θάμνοι]]Πηγαίνεις προς τους άδειους θάμνους. Όλο και κάτι θα βρεις. Κάτι σαλεύει εκεί. Περιμένεις να δεις τι θα βγει. Είναι ένα τετράποδο τρωκτικό, σαν ποντικάκι. Το πρόσωπό του μοιάζει περισσότερο με σκίουρου, όμως τα μικροσκοπικά του πόδια έχουν τρία νύχια, σαν της γάτας, και έχει φτερά στην πλάτη του· δυο φτερά με πούπουλα κάτασπρα, αρκετά μεγάλα για το σώμα του. Το άσπρο χρώμα των φτερών έρχεται σε αντίθεση με το καφετί του τριχώματός του αλλά στην πλάτη του το τρίχωμα εξαφανίζεται, για να γίνει φτέρωμα.
[[Το πλησιάζεις ->Το πλησιάζεις]]
[[Απομακρύνεσαι ->Απομακρύνεσαι]]Συνεχίζεις. Η απόσταση όμως αντί να μικραίνει μεγαλώνει. Αν και τρέχεις, οι θάμνοι πια απομακρύνονται. Συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να σταματήσεις να τρέχεις αλλά ούτε και να τους φτάσεις ποτέ. Κοιτάς γύρω σου. Τα πάντα έχουν εξαφανιστεί και πάντού γύρω σου έχει θάμνους με χρυσούς καρπούς, οι οποίοι μοιάζουν να σε περιγελούν, ενώ χάνονται στον ορίζοντα. Πολύ πολύ προσεκτικά, πιάνεις μια χούφτα καρπούς, χωρίς να γρατζουνιστείς καθόλου. Τους τρως. Έχουν πολύ αλμυρή γεύση. Ξαφνικά, κάτι μέσα σου θολώνει. Στο μυαλό σου κυριαρχεί η σκέψη να φας κρέας, να βυθίσεις τα δόντια σου σε σάρκα. Τρέχεις να βρεις θηράματα και συνειδητοποιείς ότι τρέχεις στα τέσσερα. Έχεις μεταμορφωθεί σε τετράποδο σαρκοφάγο!Αρπάζεις βιαστικά ό,τι καρπό βρεις μπροστά σου. Γρατζουνιέσαι και το αίμα σου που μένει στα αγκάθια ανθίζει αμέσως και γίνεται καρπός. Εκεί που είχες ετοιμαστεί να φας τους καρπούς στο χέρι σου, τους πετάς αμέσως με τρόμο.
[[Θα περιεργαστείς τον θάμνο ->Περιεργάζεσαι τον θάμνο]]
[[Φεύγεις τρέχοντας ->Φεύγεις τρέχοντας]]Χμμ... Άραγε γιατί να συμπεριφέρεται έτσι ο θάμνος; Τι βιολογικό μηχανισμό να διαθέτει; Τις φυσιοδιφικές σου ανησυχίες απαντάει αμέσως ο θάμνος, που βγάζει αμέσως αγκάθια και σε τρυπάει παντού. Έχοντας ακινητοποιηθεί και με το τερατώδες φυτό να σου απομυζά το αίμα σιγά σιγά, τουλάχιστον θα πεθάνεις χωρίς απορίες.Φεύγεις τρέχοντας! Και καλά κάνεις, καθώς ο θάμνος αγριεύει και σε σημαδεύει με τα αγκάθια του. Ευτυχώς, είσαι εκτός εμβέλειας, κι ας τεντώθηκε να σε πιάσει, με κίνδυνο να ξεριζωθεί. Καθώς απομακρύνεσαι όμως, κάτι αλλόκοτο συμβαίνει. Από το αίμα σου, που ποτίζει το χώμα, φυτρώνουν όπλα. Μαχαίρια, ξίφη, κάθε είδους οπλισμός. Και μεταλλικές ζώνες! Α, πολύ εξυπηρετικό! Αρπάζεις όσα μπορείς να κουβαλήσεις και φεύγεις μακριά, ξέροντας ότι οδεύεις προς τη δόξα και τον πλούτο.Το πλησιάζεις. Το πλάσμα είναι αξιαγάπητο και παιχνιδιάρικο. Πετάει γύρω σου και σε οδηγεί προς τα ψηλότερα μέρη του βουνού.
[[Το ακολουθάς ->Το ακολουθάς]]
[[Το αφήνεις ->Το αφήνεις]]Απομακρύνεσαι. Εκείνο σε πλησιάζει πετώντας. Τι μπορεί να θέλει από σένα; Πισωπατάς και χώνεσαι αργά αργά στους θάμνους. Αυτό που δε βλέπεις είναι την τρύπα που χάσκει και πέφτεις μέσα. Όντας στον πάτο, με τσακισμένο κορμί, παρατηρείς το πλάσμα που στέκεται στην κορυφή και σε κοιτάει με περιέργεια. Έπειτα πετάει μακριά και σε αφήνει στη φριχτή σου μοίρα. Κάτι θα έχει να σου δείξει αυτό το παράξενο πλάσμα! Το ακολουθείς. Εκείνο πετάει, εσύ περπατάς. Έχεις ιδρώσει, έχεις κουραστεί και η ανάσα σου είναι πλέον βαριά. Αλλά το πλάσμα ανεβαίνει κι άλλο!
[[Συνεχίζεις ->Συνεχίζεις να το ακολουθείς]]
[[Το αφήνεις ->Το αφήνεις]]Ωχ, βρε αδερφέ! Ποιος ανεβαίνει εκεί πάνω; Φεύγεις προς τις παρυφές του βουνού και σύντομα πατάς σε πεδιάδα. Δε θέλεις σκοτούρες και περιπέτειες. Κοιτάς όμως πίσω σου και κάπου ψηλά, βλέπεις να φτερουγίζει μια μικροσκοπική φιγούρα. Τι να ήθελε άραγε;Όσο κι αν έχεις καταπονηθεί, η περιέργειά σου είναι η κινητήριος δύναμη που σε ωθεί παραπέρα. Η ουρά του πλάσματος φωτίζεται και σε έναν τεράστιο βράχο απέναντι σχηματίζεται ένας μανδύας, που πριν δε φαινόταν. Πλησιάζεις.
[[Τον φοράς αμέσως ->Τον φοράς αμέσως]]
[[Φοβάσαι μήπως είναι παγίδα ->Φοβάσαι μήπως είναι παγίδα]]Φοράς τον μανδύα αμέσως. Είναι ασημένιος, λεπτός και δροσερός. Πριν προλάβεις να κάνεις οτιδήποτε, κάτι βαρύ πέφτει πάνω σου και βγάζει μια κραυγή. Δε νιώθεις ούτε πόνο ούτε τραυματίζεσαι. Ο ληστής, που σου ετοίμαζε παγίδα, έχει πέσει κάτω και μετατρέπεται σταδιακά σε πάγο. Το πλάσμα κάθεται στους ώμους σου. Το συνειδητοποιείς; Έχεις ένα εξαιρετικό μαγικό ένδυμα και έναν πολύτιμο σύντροφο. Τι άλλο θέλεις;Το πλάσμα τριγυρίζει σαν μέλισσα γύρω από τον μανδύα, αλλά εσύ διστάζεις να τον φορέσεις. Μυρίζεσαι παγίδα. Και όντως, υπάρχει. Και έπεσες μέσα. Ένας ληστής πέφτει πάνω σου από τον βράχο, σε πετσοκόβει και παίρνει τον μανδύα, ενώ το μαγικό πλάσμα πετάει μακριά. Τα 'θελες, τα 'παθες.Καλύτερα στην κουφάλα, παρά να γκρεμοτσακιστείς από τα κλαδιά του δέντρου. Εξάλλου, όλο και κάτι καλό θα βρεις εκεί μέσα... Ψαχουλεύεις αλλά για αρχή, δε βρίσκεις τίποτα. Σκύβεις και μπουσουλάς προς τα μέσα. Πού θα ψάξεις;
[[Ίσα μπροστά σου, που έχει λίγο φως ->Μπροστά σου]]
[[Αριστερά, που έχει απόλυτο σκοτάδι ->Αριστερά σου]]
[[Δεξιά, που το έδαφος κατηφορίζει ->Δεξιά σου]]Σκαρφαλώνεις στο δέντρο! Ποιος ξέρει τι υπέροχα θα είναι εκεί ψηλά! Δεν έχεις σκαρφαλώσει παρά ελάχιστα και στον φλοιό του δέντρου κάτι γυαλίζει. Είναι ένα βραχιόλι που αλλάζει χρώματα! Θα το πάρεις;
[[Το παίρνεις ->Παίρνεις το βραχιόλι]]
[[Το αφήνεις ->Αφήνεις το βραχιόλι]]Πηγαίνεις ίσια μπροστά σου. Βλέπεις έστω και λίγο τι βρίσκεται εκεί. Είναι ένα φυτό, που λάμπει στο λιγοστό φως που μπαίνει στην κουφάλα. Το τραβάς να το κόψεις, αλλά αντιστέκεται σθεναρά.
[[Το τραβάς με όλη σου τη δύναμη ->Το τραβάς με όλη σου τη δύναμη]]
[[Το αφήνεις για να σκεφτείς ->Το αφήνεις για να σκεφτείς]]Πηγαίνεις αριστερά σου. Έχει πίσσα σκοτάδι. Αλλά η κουφάλα δεν έχει πολύ χώρο εκεί. Μονάχα κάτι μακρύ και σκληρό. Το πιάνεις και το σφίγγεις. Αμέσως ανάβει μια φωτιά. Είναι ένας δαυλός, που περιέργως δεν καίγεται, αλλά προσφέρει φωτιά και ζέστη. Ό,τι χρειαζόσουν. Βγαίνεις από την κουφάλα και συνεχίζεις, έχοντας εντυπωσιαστεί από το νέο σου απόκτημα.Πηγαίνεις δεξιά σου, κατηφορικά. Σκύβεις, μπουσουλάς και προχωράς. Κάποια στιγμή το έδαφος γίνεται τόσο κατηφορικό, που γλιστράς και πέφτεις σε μια σπηλιά. Δεν είναι ευρύχωρη αλλά είναι ζεστή. Γύρω σου έχει πράσινα, ανθρωπόμορφα πλάσματα με χαυλιόδοντες και τραβηγμένα χαρακτηριστικά. Σε κοιτάνε με περιέργεια. Το ένα σε ρωτάει: "Έρχεσαι από πάνω;". Γνέφεις ναι. "Πού να πάμε; Στο σκοτεινό μέρος ή στο φωτεινό;"
[[Στο φωτεινό! ->Στο φωτεινό!]]
[[Στο σκοτεινό! ->Στο σκοτεινό!]]Ένα φυτό είναι, πόσο να αντισταθεί; Το τραβάς με μανία! Μόνο που, αντί να κοπεί, βυθίζονται τα πόδια σου στο χώμα της κουφάλας. Κι έπειτα το υπόλοιπο σώμα σου. Γερές ρίζες σε κρατάνε και δεν υπάρχει τρόπος να βγεις. Δεν πειράζει όμως. Θα γίνεις καλό λίπασμα.Αφήνεις το φυτό στην ησυχία του. Τι σου φταίει το καημένο; Το χαϊδεύεις στοργικά. Και τότε εκείνο χαμηλώνει το άνθος του και αφήνει λίγα πέταλα στο χώμα. Τα πιάνεις και τα βάζεις στην τσέπη σου. Βγαίνεις από την κουφάλα. Γύρω σου έχουν μαζευτεί πολλών ειδών ζώα που σε συντροφεύουν και σε φροντίζουν. Έχεις γίνεις άνθρωπος του δάσους και θα μείνεις εκεί. Τι καλύτερο;Το σκέφτεσαι λίγο. Ποια να είναι η σωστή απάντηση; Τους προτρέπεις να πάνε στο φωτεινό μέρος. Δύο πλάσματα από αυτά ανεβαίνουν και μετά από λίγο ακούς ουρλιαχτά. Γυρίζει μόνο το ένα πλάσμα και σε κατηγορεί ότι ο σύντροφός του θάφτηκε ζωντανός εξαιτίας της συμβουλής σου. Δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάνε, αλλά σε καταβροχθίζουν μέσα στον θυμό τους.Το σκέφτεσαι για λίγο. Ποια να είναι η σωστή απάντηση; Τους προτρέπεις να πάνε στο σκοτεινό μέρος. Δύο από αυτούς ανεβαίνουν και μετά από λίγο επιστρέφουν, κρατώντας έναν δαυλό. Είναι ενθουσιασμένοι και μιλάνε για μαγική φωτιά. Σε προσκυνάνε και σου ζητάνε να τους κυβερνήσεις. Πλέον βασιλεύεις στους Καλικάντζαρους.Καλύτερα να ανέβεις πιο ψηλά και μετά βλέπεις τι θα κάνεις με το βραχιόλι. Ανεβαίνεις και φτάνεις σε ένα δεντρόσπιτο. Θα μπεις;
[[Μπαίνεις στο δεντρόσπιτο ->Μπαίνεις στο δεντρόσπιτο]]
[[Ανεβαίνεις κι άλλο ->Ανεβαίνεις κι άλλο]]Παίρνεις το βραχιόλι και το φοράς στον αριστερό σου καρπό. Ωραία ταιριάζει κι εκπέμπει μαγική δύναμη! Και μετά τι;
[[Ανεβαίνεις κι άλλο ->Ανεβαίνεις πιο ψηλά]]
[[Κατεβαίνεις από το δέντρο ->Κατεβαίνεις από το δέντρο]]Μπαίνεις στο δεντρόσπιτο. Εκεί κάθονται μια γυναίκα κι ένας άντρας που φοράνε πλουμιστά ρούχα κι έχουν κλειστά τα μάτια. Μπροστά τους καίγονται αρωματικά φυτά σε ένα κιούπι. Ο χώρος μυρίζει υπέροχα και έχει μια νανουριστική επίδραση. "Έχεις μαγικές δυνάμεις;" σε ρωτάνε.
[[Απαντάς καταφατικά ->Ναι!]]
[[Απαντάς αρνητικά ->Όχι!]]Ανεβαίνεις για πάρα πολλές ώρες. Πας και πας και συνεχίζεις. Όταν πια βρίσκεις την κορυφή του δέντρου, βρίσκεσαι στα σύννεφα. Μπροστά σου σχηματίζεται μια σκάλα προς τον ουρανό. Πατάς πάνω και ανεβαίνεις στα σύννεφα. Νιώθεις μια πρωτόγνωρη δύναμη μέσα σου κι ένα έντονο αίσθημα σκοπού. Ένας νέος κόσμος βρίσκεται μπροστά σου και έχεις την ευκαιρία να τον ανακαλύψεις!Αν εδώ είχε βραχιόλι, πιο πάνω τι θα έχει; Ανεβαίνεις γρήγορα. Κι όντως, έχει κάτι άλλο. Ένα τεράστιο, μαύρο ερπετό, που ορμάει στον αριστερό σου καρπό και τον κόβει, για να καταπιεί τη μαγεία από το βραχιόλι. Μετά, το ξανασκέφτεται. Μάλλον του άρεσε η γεύση σου, γιατί σε καταπίνει ολόκληρο. Αρκετά. Ένα τέτοιο πολύτιμο αντικείμενο αρκεί. Κατεβαίνεις από το δέντρο και μετά από το βουνό. Ταυτόχρονα, περιεργάζεσαι αυτό το βραχιόλι, που έχει μέσα του αποθηκευμένα και τα τέσσερα στοιχεία της μαγείας. Ποιος τη χάρη σου!Απαντάς καταφατικά. Εξάλλου πού ξέρεις; Ίσως όντως να έχεις και να μην το ξέρεις! Ο άντρας σφυρίζει κι ένα γιγάντιο στόμα σε αρπάζει από πίσω και σε καταβροχθίζει. Δεν είναι και απολύτως βέβαιο αλλά μάλλον ήταν η λάθος απάντηση.Όχι, δεν έχεις! Δε θα το ήξερες; Χαμογελάνε και οι δύο και το χαμόγελό τους είναι τόσο γλυκό! Σου ζητάνε να μείνεις μαζί τους, στην αντιμαγική κάστα τους. Σου μαθαίνουν τις αρχαίες θεραπευτικές τεχνικές τους και σου γνωρίζουν το κατοικίδιό τους, τον Μπέλεντ, ένα τεράστιο μαύρο ερπετό που κυνηγά τη μαγεία. Τι άλλο ήθελες;