Σκοτείνιασε η πλάση, κοριτσάκι.
Τα ροζιασμένα, κυρτά κλαδιά των δέντρων
Να με αιχμαλωτίσουν προσπαθούνε
Κι εγώ, πανικόβλητος με τρελό καρδιοχτύπι,
Στην ήσυχη, άγρια αυτή νύχτα ψάχνω να χαθώ.
Σκοτείνιασε ο κόσμος, κοριτσάκι.
Το αίμα στάζει, τρέχει ποτάμι:
Γέμισε στέρνες, ωκεανούς και τελειωμό δεν έχει.
Κοχλάζει το μίσος, από τις σκιές άγρια μάτια παρακολουθούνε:
Κι εμείς ανήμποροι, ανίδεοι, αδιάφοροι ζούμε
Χορεύοντας και τραγουδώντας στον ξέφρενο ρυθμό μας.
Σκοτείνιασε η ζωή μας, κοριτσάκι.
Δεν έχει και πολλά να κάνεις πια,
Στην έρημη πόλη με τα ερείπια των σπιτιών
Και τα ερείπια στις ψυχές των ανθρώπων:
Δεν έχουν ελπίδα βλέπεις, δεν έχουν όνειρα.
Μόνο ανάγκη να κλάψουν, να πνιγούν
Σε πελάγη ενοχής κι απελπισίας.
Κι εγώ σ’ αγαπώ, κοριτσάκι.
Διότι είσαι μια στάλα ελπίδας,
Ένας φάρος αισιοδοξίας σε ένα ταξίδι
Που ατελείωτο μοιάζει κι η ομίχλη αδιαπέραστη,
Κι εγώ αγωνιούσα μήπως σκάσω στα βράχια,
Μήπως τα μαύρα κύματα με την υγρή αγκάλη στο βυθό με τραβούσαν.
Μα είσαι εδώ, κοριτσάκι.
Κι αυτή η σκέψη της αγκαλιάς σου με βοηθάει, αλήθεια.
Το μέλλον τόσο δε μοιάζει στρυφνό, η πλάση πια δε βογκάει,
Οι άνθρωποι τώρα σκυφτοί δεν είναι κι εγώ,
Τώρα που σκοτείνιασε,
το δικό μας βράδυ προσμένω.