Ποίηση

Δε συμφώνησα ποτέ

Σε όλα αυτά που με τρώνε
Μέσα κι έξω μου βαθιά
Άκουσέ το να το ξέρεις
Δε συμφώνησα ποτέ

Στα μαστίγια, στις προσταγές
Σε όσες μου βάλανε αλυσίδες
Δε συμφώνησα ποτέ
Κι όμως τις φοράω

Θα έρθουν κι άλλα χειρότερα
Σύννεφα μαύρα κι άπιαστα
Θα με τυλίξουν στην καταιγίδα
Μαζί της δε συμφώνησα ποτέ

Με τα κρύα μάτια σου
Και τα λόγια που κρατάς για σένα
Το μέλλον που αρνήθηκες να ζήσουμε
Δε συμφώνησα ποτέ

Στα μεγάλα αποδείχτηκα μικρός
Κι ας ήμουν στα μικρά μεγάλος
Με τα κακά μονάχα που μ’ επισκέφτηκαν
Δε συμφώνησα ποτέ

Ταξίδι στην οδό των Ονείρων

Κουφόβραση ανελέητη,
αεράκι πουθενά σπλαχνικό.
Κανείς στο δρόμο, ψυχή:
και ο Κανένας περπατά.

Δεν είναι αύρα που τα φύλλα σαλεύει,
μήτε αγρίμι που κρυμμένο αλυχτά·
μονάχα ψίθυροι, αχνοί και φευγαλέοι,
που τον τραβούν στο ξέστρατο ολοένα.

Τι δρόμος άραγε αυτός;
Πού οδηγεί το μονοπάτι;
Αόρατοι οι διαβάτες του,
με μάτι αδιάκριτο κοιτούν.

Οι ιστορίες τους απ’ όλους ξεχασμένες:
για ήρωες αφανείς σπαράζουν στη σιωπή,
που κάπου χάθηκαν και μάτι δεν τους πήρε,
κι Αυτός μονάχα τα μυστικά τους έμαθε.

Μα χάνεται αξάφνου ο δρόμος:
κίτρινα φύλλα κρύβουν το μονοπάτι
και οι ψίθυροι, φλύαρα που μιλούσαν,
στο άγνωστο μισέψαν πάλι.

Κι αυτός ο Κανένας, που πλανήθηκε μακριά,
σ’ αλαφροΐσκιωτα πατώντας μονοπάτια,
τη μνήμη καθώς βρίσκει ακριβή του
για ήρωες και όνειρα, αλίμονο, ξεχνά.

Γιορτινό Τραπέζι

Τόσα χρόνια ετοιμασίες
αυτό το γιορτινό τραπέζι στολίζω
το κοιτάω – συνεχώς κάτι του λείπει.

Έτσι φύγαν τα χρόνια μου
αόρατες λεπτομέρειες διορθώνω
και ανύπαρκτοι καλεσμένοι χαρούμενοι τρώνε.

Τελείωσα κάποτε∙
δεν είχε πόδια, είχε βουνά
κι αντί δώρο να το κάνω
έφυγα.

Η Πανέμορφη, Σάπια Έπαυλη

Η έπαυλη αστράφτει, λάμπει στον λόφο,
υπηρέτες υπερήφανοι δουλικά δουλεύουν.
Όλα κυλάνε σαν ποταμάκι κελαρυστό
κι ο χρόνος έχει ξεχαστεί εδώ και χρόνια.

Το υπέροχο τραπέζι στρώθηκε με πτώματα,
η οικογένεια γευματίζει με σκέψεις παράταιρες:
ο ευτυχισμένος νεόπλουτος σκυθρωπά αναλογίζεται,
η ξιπασμένη κυρία του σπιτιού εύλογα παραλογίζεται
και τα άξια τέκνα να σκεφτούν δεν αξιώνονται.

Όλα είναι καθαρά και παστρικά.
Το σπίτι περάστηκε μ’ εντομοκτόνο,
τα θύματα σκουπίστηκαν, το αίμα σφουγγαρίστηκε μ’ επιμέλεια.
Τις πληγές κανείς πια δεν θυμάται, δεν είναι ανάγκη.
Κι εμείς ανασαίνουμε το εντομοκτόνο μα δεν πειράζει.

Οι εκλεκτοί επισκέπτες εντυπωσιασμένοι ζηλεύουν.
Όταν μιλάνε για δουλειές κάθε δουλειά σταματάει,
όταν κάνουν νεύμα νευρωτικά τρέχει το δουλικό
κι όταν φύγουν το αναγκαίο μουρμουρητό αντηχεί παντού.

Το προσωπικό ασφαλείας πέρασε το βραδάκι, όλα ήταν καλά.
Καθησυχασμένο από την ησυχία έφυγε,
περήφανο για το σπουδαίο έργο του.
Είναι τόσο χρήσιμο που κανείς πλέον δεν το χρειάζεται.

Κι ένας σοφός ερημίτης, που τον περάσαν για ζητιάνο
και κλωτσηδόν τον έδιωξαν το σπίτι μην μολύνει,
αμόλυντος έφυγε με μια τελευταία ματιά κι έναν αναστεναγμό:
«Ελπίδα κι ανακούφιση μου μοναδική, πως δεν πάψανε τα όνειρα,
σαν θεοί απρόσκλητοι, πεισματικά στον ύπνο μας να έρχονται».

Παιδική Ζωγραφιά Στα Σκουπίδια

Για άλλη μια φορά έπεσα από το πρωί
στην καθημερινή ρουτίνα.
Σκούπισμα, συγύρισμα, ξεσκόνισμα.
Λένε πως το πρωί πρέπει να δημιουργείς
αλλά πού καιρός για τέτοια.

Ώρα να πετάξω και τα σκουπίδια.
Η γειτονιά ερημωμένη,
μόνο τα φώτα της χτεσινής νύχτας
-νεκροζώντανα-
μένουν να θυμίζουν το μεγαλείο και τα όνειρα του χτες.
Λένε πως κάθε φως αστεριού είναι η ψυχή κάποιου που αγαπήθηκε πολύ
αλλά ποιος τα πιστεύει πια.

Στον κάδο που ανοίγω κρύβονται πολλές μικρές ιστορίες:
ένα σπασμένο μπουκάλι ρετσίνας γεμάτο οργή και πόνο,
ένα μισοφαγωμένο τοστ γεμάτο αχαριστία
και μια παιδική ζωγραφιά γεμάτη δάκρυα.
Ντροπή σε όποιον την πέταξε:
Λένε πως κάθε παιδική ζωγραφιά καθρεφτίζει τα όνειρά μας
αλλά κάποιοι ασυνείδητοι το έχουν ξεχάσει.

Συγχυσμένος συνεχίζω τη μέρα μου.
Δουλειά, κίνηση, τηλέφωνα.
Άγχος, στιγμιαία χαρά, πανικός, υπομονή, τέλος.
Ο γυρισμός στο σπίτι θυμίζει καράβι που
τσακίζεται άδοξα στα βράχια κοντά στο λιμάνι.
Λένε πως οι ψυχές των πνιγμένων δεν βρίσκουν ησυχία.
Α ναι, θυμήθηκα: την παιδική εκείνη ζωγραφιά εγώ την είχα πετάξει.

Σκοτείνιασε, Κοριτσάκι

Σκοτείνιασε η πλάση, κοριτσάκι.
Τα ροζιασμένα, κυρτά κλαδιά των δέντρων
Να με αιχμαλωτίσουν προσπαθούνε
Κι εγώ, πανικόβλητος με τρελό καρδιοχτύπι,
Στην ήσυχη, άγρια αυτή νύχτα ψάχνω να χαθώ.

Σκοτείνιασε ο κόσμος, κοριτσάκι.
Το αίμα στάζει, τρέχει ποτάμι:
Γέμισε στέρνες, ωκεανούς και τελειωμό δεν έχει.
Κοχλάζει το μίσος, από τις σκιές άγρια μάτια παρακολουθούνε:
Κι εμείς ανήμποροι, ανίδεοι, αδιάφοροι ζούμε
Χορεύοντας και τραγουδώντας στον ξέφρενο ρυθμό μας.

Σκοτείνιασε η ζωή μας, κοριτσάκι.
Δεν έχει και πολλά να κάνεις πια,
Στην έρημη πόλη με τα ερείπια των σπιτιών
Και τα ερείπια στις ψυχές των ανθρώπων:
Δεν έχουν ελπίδα βλέπεις, δεν έχουν όνειρα.
Μόνο ανάγκη να κλάψουν, να πνιγούν
Σε πελάγη ενοχής κι απελπισίας.

Κι εγώ σ’ αγαπώ, κοριτσάκι.
Διότι είσαι μια στάλα ελπίδας,
Ένας φάρος αισιοδοξίας σε ένα ταξίδι
Που ατελείωτο μοιάζει κι η ομίχλη αδιαπέραστη,
Κι εγώ αγωνιούσα μήπως σκάσω στα βράχια,
Μήπως τα μαύρα κύματα με την υγρή αγκάλη στο βυθό με τραβούσαν.

Μα είσαι εδώ, κοριτσάκι.
Κι αυτή η σκέψη της αγκαλιάς σου με βοηθάει, αλήθεια.
Το μέλλον τόσο δε μοιάζει στρυφνό, η πλάση πια δε βογκάει,
Οι άνθρωποι τώρα σκυφτοί δεν είναι κι εγώ,
Τώρα που σκοτείνιασε,
το δικό μας βράδυ προσμένω.

Ταξίδι

Τα υψηλά ιδανικά ταξίδεψαν στην ανυπαρξία
ενώ οι αγωνίες που δεν παραλείπουν ποτέ
το νοίκι να πληρώσουν
φροντίζουν μη χάσουν το σπίτι τους.

Οι δαίμονές μου κάηκαν κάπου στο παρελθόν
το παραμιλητό μου μονάχα τους ξυπνά
και πονώντας θυμάμαι
τίποτα στο παρόν να μη φοβάμαι.

Έχω ταξιδέψει με άγνωστη πορεία
τον εαυτό μου κοροϊδεύοντας
κι από τον αληθινό μου στόχο
εθελοτυφλώντας ξεμακραίνω.

Πόσα χρόνια έτσι ταξιδεύω;
Ωραίο ταξίδι, άνετο, χωρίς αποσκευές.
Μοιραίο ταξίδι, θλιβερό,
με τις σκέψεις αδυσώπητες, σαν Ερινύες.

Φαντασία

Τα αστέρια τα ανακαλύψαμε,
πατήσαμε πάνω τους,
τα χαρτογραφήσαμε.
Αυτό, αγόρι μου, μην το ξεχάσεις.

Τα καράβια χωρίς πανιά ήταν πάντα
δεμένα στο λιμάνι,
μας περιμένουν ακόμα με υπομονή.
Δεν έχουμε παρά να σαλπάρουμε.

Οι άνθρωποι περπατάνε πλάι στο λιμάνι,
λένε πράγματα αδιάφορα και προσπερνάνε,
δεν το βλέπουν.
Εσύ, όμως, φούσκωσε τα δικά σου πανιά.

Βάλε σημάδι κάτι δικό σου να ξεχωρίζουν,
μην φοβάσαι να ξεχωρίσεις.
Σίγουρα κάτι στον κόσμο τόσο πολύ έχεις δικό σου
που κάνει το καράβι σου μοναδικό.

Αν σου πω τη δική μου ιστορία θα γελάσεις
ή θα με θαυμάσεις.
Γιατί κι εγώ κάποτε ήξερα να συλλογίζομαι,
να χαρτογραφώ κόσμους.

Μην το πεις πουθενά πως έχεις τη δύναμη,
πως μπορείς και σκέφτεσαι.
Καραδοκούν παντού, θα σ’ την πάρουν.
Την φοβούνται.

Να περιμένεις με υπομονή τη νύχτα,
τα αόρατα της πέπλα να ζωγραφίσεις με όποιο χρώμα θες,
με ένα χρώμα που ακόμα δεν υπάρχει.
Σαν τη γοητεία του αόρατου, του ανύπαρκτου, δεν ξαναβρήκα.

Η Μάγισσα

Στα όνειρά σου έβλεπες
τραγούδια και γιορτές
νυχτιές γλυκές και έναστρες·
μετά χαμογελούσες

Μονάχη όταν χόρευες
Σαγήνευες καρδιές
Κρυφά σ’ εμένα αγόρευες
Και σιγοτραγουδούσες

Το μέγα σου ατόπημα,
Τα ελεύθερα σου όνειρα
Χωρίς να είναι σκόπιμα
Τον κόσμο σου αλλάζουν

Και όσα ερωτεύτηκες
Στον ύπνο σου όσα είδες
Ποτέ δεν ονειρεύτηκες
Τους άλλους πως τρομάζουν

Τον κόσμο μόνη έκανες
Υπέροχο στολίδι
Μα οι σκιές οι άσπλαχνες
Σ’ έχουν ζυγώσει ήδη

Στις φλόγες καθώς έταζαν
Το νέο τους παιχνίδι
Τον θρήνο σου δεν άκουγαν
Την άφατή σου λύπη

Μα έτσι όπως καίγεσαι,
Πανέμορφη κι αθώα
Στους ουρανούς προσεύχεσαι
Για μια ζωή ακόμα.

Αύριο πρωί θα ‘ναι καλύτερα

Τα φώτα του σταθμού σε τυλίγουν
Τα δάκρυα ακόμα κυλούν
Δε σου ‘παν σ’ αγαπώ πριν να φύγουν
Τα χείλη εκείνα που άλλον φιλούν

Κοιμήσου…
Αύριο πρωί θα ‘ναι καλύτερα

Οι σκέψεις στο κρεβάτι σε ψάχνουν
Να ησυχάσεις πια δεν μπορείς
Τα λόγια που ‘χες πει δεν αλλάζουν
Του κάκου προσπαθείς να κρυφτείς

Κοιμήσου…
Αύριο πρωί θα ‘ναι καλύτερα

Κακόφημα στενά σ’ έχουν μάθει
Σκιά του εαυτού σου γυρνάς
Ο ήλιος σ’ έχει πλέον ξεχάσει
Κι έχεις ξεχάσει πια τι ζητάς

Κοιμήσου…
Αύριο πρωί θα ‘ναι καλύτερα

In your pocket

Take a wave in your pocket
You may need it once or twice
When you want to get away
Let it flush you to the sea

Take the wind inside your pocket
Just a blow will suffice
When you face the highway
It’s enough to set you free

Take a spark inside your pocket
Let it melt your inner ice
When the dark leads you astray
Won’t it light in your dream?

Take some dust inside your pocket
Touch it, see it with your eyes
It will make you remember
What we were before we breathe.