Η Πανέμορφη, Σάπια Έπαυλη
Η έπαυλη αστράφτει, λάμπει στον λόφο,
υπηρέτες υπερήφανοι δουλικά δουλεύουν.
Όλα κυλάνε σαν ποταμάκι κελαρυστό
κι ο χρόνος έχει ξεχαστεί εδώ και χρόνια.
Το υπέροχο τραπέζι στρώθηκε με πτώματα,
η οικογένεια γευματίζει με σκέψεις παράταιρες:
ο ευτυχισμένος νεόπλουτος σκυθρωπά αναλογίζεται,
η ξιπασμένη κυρία του σπιτιού εύλογα παραλογίζεται
και τα άξια τέκνα να σκεφτούν δεν αξιώνονται.
Όλα είναι καθαρά και παστρικά.
Το σπίτι περάστηκε μ’ εντομοκτόνο,
τα θύματα σκουπίστηκαν, το αίμα σφουγγαρίστηκε μ’ επιμέλεια.
Τις πληγές κανείς πια δεν θυμάται, δεν είναι ανάγκη.
Κι εμείς ανασαίνουμε το εντομοκτόνο μα δεν πειράζει.
Οι εκλεκτοί επισκέπτες εντυπωσιασμένοι ζηλεύουν.
Όταν μιλάνε για δουλειές κάθε δουλειά σταματάει,
όταν κάνουν νεύμα νευρωτικά τρέχει το δουλικό
κι όταν φύγουν το αναγκαίο μουρμουρητό αντηχεί παντού.
Το προσωπικό ασφαλείας πέρασε το βραδάκι, όλα ήταν καλά.
Καθησυχασμένο από την ησυχία έφυγε,
περήφανο για το σπουδαίο έργο του.
Είναι τόσο χρήσιμο που κανείς πλέον δεν το χρειάζεται.
Κι ένας σοφός ερημίτης, που τον περάσαν για ζητιάνο
και κλωτσηδόν τον έδιωξαν το σπίτι μην μολύνει,
αμόλυντος έφυγε με μια τελευταία ματιά κι έναν αναστεναγμό:
«Ελπίδα κι ανακούφιση μου μοναδική, πως δεν πάψανε τα όνειρα,
σαν θεοί απρόσκλητοι, πεισματικά στον ύπνο μας να έρχονται».