Έκφραση

“Άρτεμις, η σειρά σου. Μην ξεχνάς, η ιδέα είναι δάσος. Θέλω αισθήσεις και συναίσθημα”.

Η Άρτεμις έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε. Η τάξη γέμισε μυρωδιές εσπεριδοειδών. Οι τοίχοι καλύφθηκαν από φύλλα, ανάμεσα από τα οποία χόρευαν οι ηλιαχτίδες. Στο πάτωμα της τάξης φύτρωσε γρασίδι και ο άνεμος τους χάιδευε τα μαλλιά.

“Εντάξει”.

Η Άρτεμις άνοιξε τα μάτια της, ενώ το αεράκι κόπασε και τα μαλλιά της, που είχαν σηκωθεί, ξανάπεσαν στους ώμους της.

“Σκέφτηκα άνοιξη, κύριε. Η αίσθηση του ανέμου και η μυρωδιά των φρούτων ήταν…”

“Εντάξει, τα νιώσαμε!” είπε η Μανώλια. “Κύριε, να δείξω εγώ;”

“Εντάξει, Μανώλια. Κλείσε μάτια και φύγαμε”.

Η τάξη περικυκλώθηκε από γυμνά δέντρα, με ελάχιστα φύλλα πάνω τους. Το πάτωμα γέμισε πεσμένα, ξερά φύλλα, που σχημάτισαν ένα πυκνό χαλί. Πάνω στα θρανία και στο γραφείο φύτρωσαν μανιτάρια και μυρωδιά από χώμα και βροχή τους τρύπησε τη μύτη.

“Εντάξει”.

Η Μανώλια άνοιξε τα μάτια της.

“Κύριε, δε με αφήσατε! Θα βλέπατε και ηλιοβασίλεμα!”

Έβαλε τα γέλια με την έκφρασή της. “Μου έφτασαν όσα είδα. Περίεργο που είχες τόσο έντονη τη βροχή στο μυαλό σου, κοντεύει καλοκαίρι. Μπράβο σου”.

“Βγαίνω συχνά με τη γιαγιά μου να μαζέψουμε με τη βροχή. Τρώω συχνά μανιτάρια!”

“Το καταλάβαμε”, είπε η Νάνσυ. “Κύριε, σειρά μου;”

“Εντάξει, Νάνσυ. Πρόσεχε όμως. Μην αρχίσεις πάλι…”

“Δάσος είναι, κύριε, τι μπορεί να πάει στραβά;” είπε η Άρτεμις γελώντας.

“Με τη Νάνσυ;” είπε εκείνος γελώντας, ενώ εκείνη κοιτούσε δήθεν αθώα. “Τα πάντα”.

Αναστέναξε.

“Εντάξει, Νάνσυ. Κλείσε μάτια”.

Το κρύο του περόνιασε το δέρμα. Έτρεμε καθώς η ομίχλη υψωνόταν γύρω του. Πλέον δεν έβλεπε καν τις μαθήτριες και τα θρανία τους. Τα κωνοφόρα πύκνωναν γύρω του, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ουρλιαχτά λύκων ακούγονταν γύρω τους και η πανσέληνος υψώθηκε.

“Εντάξει!” φώναξε με τα δόντια του να τρίζουν ακόμα.

“Δε με αφήσατε, κύριε! Ακόμα στην αρχή ήμουν!”

Δεν της απάντησε. Προσπαθούσε ακόμα να βγει την ανάσα του.

“Θα με μαλώσετε πάλι;” ρώτησε η Νάνσυ, με το παράπονο να στάζει στη φωνή της.

Κοίταξε τις μαθήτριές του. Χαλάρωσε κι έβαλε τα γέλια. “Όχι, δε θα σε μαλώσω. Θέλω να το δω σε ολοκληρωμένη ιστορία. Το θέλω για το τέλος του μήνα και θα το εκφράσεις στη μεγάλη τάξη, των παρουσιάσεων. Μην το αμελήσεις!”