Στο κρεβάτι

Ξύπνησα απ’ το κλάμα της. Το σώμα μου έμοιαζε να έχει γίνει ένα με το κρεβάτι. Αναρωτιόμουν αν μπορούσα να κουνηθώ. Τα πάντα έμοιαζαν αδύνατα.

Μετακίνησα αργά το κεφάλι μου προς το μέρος της. Δε με κοιτούσε. Είχε το πρόσωπο κρυμμένο στις παλάμες της και τρανταζόταν απ’ τους λυγμούς. Πήγα να μιλήσω.

Δε βγήκε παρά ένας ήχος υπόκωφος. Κάτι ανάμεσα σε τρίξιμο πόρτας και κλαψούρισμα σκυλιού. Σήκωσε το βλέμμα. Είχε καστανά μάτια και μαύρους κύκλους γύρω τους. Έκλαιγε και γελούσε μαζί. Τα χείλη της έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

“Τάσο, ξύπνησες! Με ακούς; Με καταλαβαίνεις;”

Δεν μπορούσε να κρατηθεί, φαινόταν. Έπιασε το χέρι μου. Κάτι σαν ζεστασιά με περιέβαλε. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ήταν λες κι ένα γυαλί με χώριζε απ’ τον έξω κόσμο, αλλά έβλεπα ένα τζάκι να καίει. Θα ήθελα αυτή τη ζεστασιά να την πάρω εντός, αλλά κάτι με κρατούσε.

Ανάσαινα πιο άνετα όσο περνούσε η ώρα. Η δική της ανάσα ήταν ακόμα βαριά, έντονη. Παραφωνία στη γαλήνη του ακίνητου κορμιού μου. Τα λόγια της γεμάτα ενδιαφέρον, αγωνία, ψυχή και πίεση. Έπρεπε να ξέρω τι λέει, τι θέλει, τι ζητάει. Γιατί έκλαιγε. Γιατί στεκόταν πλάι στο λευκό αυτό κρεβάτι, στον απαράδεκτα φωτεινό θάλαμο.

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Καθάρισα τον λαιμό μου. Κι άλλη βαθιά ανάσα. Ένιωθα άσχημα γι’ αυτό, αλλά έπρεπε να ρωτήσω.

“Ποια είσαι;”