Ανακάλυψη

“Τι βρήκες;” σφύριξε ο Νταν και κύλησε προς το μέρος μου.
“Εδώ, έχει μια σπηλιά!” σύριξα εγώ.
Μπήκαμε και οι δύο μέσα. Ήταν μια σκοτεινή αίθουσα, χωρίς κάτι ιδιαίτερο. “Τι έχει εδώ μέσα;” ρώτησε πάλι ο ανιχνευτής. Καταντούσε κουραστικός ώρες ώρες.
“Μισό λεπτό” έκανα και άναψα τα μάτια μου. Τώρα πια η σπηλιά ήταν κατάφωτη. Στον τοίχο της σπηλιάς υπήρχε μια τοιχογραφία. Δεν ήταν ο πρώτος πλανήτης όπου οι αρχαίοι κάτοικοι άφηναν σημάδια της ύπαρξής τους. Κάτι όμως ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά.
“Πρέπει να ήταν υποανάπτυκτοι” συμπέρανα. Έβαλα και τα έξι χέρια μου πάνω στην πέτρα και τη χάραξα με τα κοφτερά νύχια μου. “Φλύαρα σύμβολα. Καθόλου κατατοπιστικά…”
“Κοίτα εδώ” μου έδειξε ο Νταν. “Αυτό εδώ είναι ο ουρανός. Αν υποθέσουμε πως αυτά τα σχέδια αναπαριστούν τους ίδιους, τον έχουν σχεδιάσει από πάνω τους. Δεν είχαν γνώσεις αστρονομίας!”
“Ναι… Αλλά έχει κάτι το… ανεξήγητο αυτή η τοιχογραφία. Μου προξενεί ένταση. Πώς να το πω; Μου… μου αρέσει!”
“Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς” με αποπήρε εκείνος. “Εξάλλου τι θες να πεις; Πριν δύο λεπτά έλεγες πως ήταν υποανάπτυκτοι!”
“Ναι όντως…” έκανα κι έξυσα πάλι την επιφάνεια. Ή μάλλον πιο πολύ τη χάιδευα. Ένιωθα μια περίεργη έλξη, διαφορετική απ’ τη βαρύτητα. Στον πολιτισμό μας δεν υπάρχουν συναισθήματα ούτε μπορείς να τα εκφράσεις, οπότε δεν ξέρω τι ένιωσα τότε. Πρώτη φορά στην πολυετή εξερεύνησή μου έβρισκα κάτι τόσο αναπάντεχο. Ο Νταν ήδη έφευγε απ’ τη σπηλιά.
Κοίταξα μια τελευταία φορά πίσω μου. Άνοιξα τα μεσαία μου χέρια και φωτογράφισα την τοιχογραφία. Δεν ήξερα τι ένιωθα τότε. Δεν ήξερα πως αυτή η τοιχογραφία θα εξέλισσε
τη φυλή μας σε βαθμό που να αποκτήσουμε συναισθήματα. Κούνησα το κεφάλι μου και βυθίστηκα στην άμμο.