Βλέμμα

Ξύπνησε. Το σώμα του ήταν βαρύ απ’ την αναισθησία. Ένιωθε τα μάτια του να τσούζουν, να καίνε. Του είχαν πει πως δεν έπρεπε να τα ανοίξει ακόμα. Θα περίμενε τουλάχιστον μία ώρα.
Η ώρα είχε περάσει. Η μητέρα του στάθηκε δίπλα του χαμογελαστή. “Όλα καλά, αγόρι μου; Μπράβο, μπράβο! Τώρα πια μπήκες στον κόσμο των ενηλίκων!”
Βγήκαν από το νοσοκομείο. Στην αρχή όλα του φαίνονταν πολύ θολά, έπειτα πολύ φωτεινά. Όταν πια μπόρεσε να εστιάσει το βλέμμα του, κοίταξε ένα κοριτσάκι που έτρεχε στον δρόμο με το μπαλόνι του. Η μητέρα του του έσφιξε το χέρι. Φώναξε: “Κοίτα αλλού!”
Ο Κοσμάς έριξε αλλού το βλέμμα του. Σε μια ηλικιωμένη κυρία με μια φανταχτερή κόκκινη τσάντα. Η μητέρα του τον άρπαξε και τον πήρε μαζί της σε ένα σκοτεινό στενό:
“Κοσμά, θα με τρελάνεις; Τι κάνεις; Θέλεις να έχουμε μπλεξίματα;”
Ο Κοσμάς την κοίταξε αμίλητος.
“Αγόρι μου, γνωρίζεις τον νόμο. Τόσα χρόνια σου τον εξηγούμε. Τώρα πια έχεις τον ανιχνευτή ματιών ενσωματωμένο! Δεν μπορείς να κοιτάζεις παντού, όπως τα παιδιά. Καιρός να ωριμάσεις!”
“Δεν το θέλω, μαμά, δεν το θέλω! Πες να το βγάλουν…”
Εκείνη αναστέναξε: “Δε γίνεται. Είναι ο νόμος. Μετά τα 12, όλοι οι πολίτες…”
“Ψέματα!” φώναξε το παιδί. “Υπάρχουν κάποιοι που…”
“Οι αστυνομικοί μόνο! Και κάποιοι ελίτ. Εμείς δεν έχουμε ούτε τα μέσα ούτε τα χρήματα για κάτι τέτοιο!”
Στο στενάκι μπήκαν δύο όργανα της τάξης. “Κυρία μου, εντοπίσαμε δύο παραβάσεις!”
“Ναι, ναι, ξέρω!” είπε εκείνη αλαφιασμένη. “Είναι ο γιος μου, μόλις έβαλε τον ανιχνευτή…”
“Το γνωρίζουμε αυτό!” απάντησε αυστηρά το όργανο. “Ο ανιχνευτής μας ενημερώνει για την ηλικία του φορέα με ακρίβεια ημέρας! Όμως δική σας δουλειά ήταν τόσα χρόνια να διαπαιδαγωγήσετε σωστά το παιδί σας!”
Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι.
“Λοιπόν”, είπε πιο μαλακά εκείνος, “η ποινή είναι πέντε διαφημίσεις. Μόλις τις δείτε ολόκληρες, το αδίκημα παραγράφεται. Έχετε διορία μέχρι το απόγευμα”.
Η γυναίκα έγνεψε πως κατάλαβε, πήρε το παιδί της απ’ το χέρι και βγήκαν στον δρόμο. Ο Κοσμάς, στον δρόμο τους για το σπίτι, δεν κοίταξε ούτε δεξιά ούτε αριστερά του.