Διώκτης
Κουνιόμουν.. Το κρεβάτι μου τρανταζόταν. Όλος ο κόσμος ταρακουνιόταν. Γινόταν σεισμός;
Άνοιξα απότομα τα μάτια μου. Τον έβλεπα στο παράθυρο. Κάθε φορά βουλιάζει η καρδιά μου από τον τρόμο να βλέπω τα μάτια του που με κοιτούν έξω από το παράθυρο. Μένω στον έβδομο όροφο, για όνομα! Πόσο ψηλός είναι;
Ανακάθισα. Είχα τόσο καιρό να κοιμηθώ βαθιά. Κι αυτό παραλίγο να αποβεί μοιραίο. Με είχε φτάσει σχεδόν. Πόσον καιρό θα λαγοκοιμάμαι, ξυπνώντας μέσα στη νύχτα, για να τον αναγκάσω να γυρίσει στον τάφο του; Πόσες βραδιές θα περάσει εκείνος, τραντάζοντας τη γη με το βαρύ του βάδισμα, ακούραστα περπατώντας μέχρι να με φτάσει;
Χάνεται η μορφή του από το παράθυρο. Άργησε αυτή τη φορά. Όσο πιο πολύ κοιμάμαι, τόσο περισσότερη δύναμη παίρνει. Αναρωτιέμαι: θα περάσω όλη μου τη ζωή κυνηγημένος στον ύπνο μου; Όλη μου τη ζωή, χρόνια ολόκληρα, με την αγωνία αυτή; Τα χρόνια κυλούν στο μυαλό μου, κουράζομαι. Τα μάτια μου κλείνουν. Δεν μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά, είναι βαριά σαν μυλόπετρες. Ένα μάτι με κοιτά στο παράθυρο. Ένα μάτι που δε θα έπρεπε να βλέπω με τα μάτια μου κλειστά. Ένα μάτι που δε θα έπρεπε να είναι εκεί, στον έβδομο όροφο. Κι ένα χέρι, ένα κρύο χέρι, που με πιάνει και