Εκλογή

Με ξύπνησαν οι τυμπανοκρουσίες. Τα μαυροπούλια έκρωζαν έξω απ’ το παράθυρο. Έριξα μια ματιά. Ένα γκρίζο απόγευμα. Πού πήγε ο ήλιος;
Βγήκα έξω. Με περίμενε όλη η οικογένεια. Είχαν βάλει όλοι τα καλά τους. Μου χαμογελούσαν. Κρατούσε ο καθένας τους ένα κερί και ο μικρούλης Αμπ με κοιτούσε αμίλητος μέσα στα μάτια. Έπρεπε να φανώ δυνατή για εκείνον. Έσκυψα και του χάιδεψα τα μαλλιά. «Μη φοβάσαι, θα ξαναγυρίσω!»
«Αυτό είναι βλασφημία, Έρεντελ!» μου είπε η μητέρα στο αυτί. «Δεν ξέρεις τι θα αποφασίσει ο Πορφυρός Ήλιος! Θα είναι τιμή μας να σε επιλέξει, οπότε πρόσεχε τι λες».
Δεν της απάντησα. Την άφησα να μου φορέσει το στεφάνι στα μαλλιά και να μου δώσει το αναμμένο κερί. Είχε το μισό μου ύψος, όπως το είχαν υπολογίσει απ’ την αρχή του μήνα. Η μισή ζωή σου, αυτή που θα κρατήσει ο Πορφυρός Ήλιος, όπως έλεγαν. Η άλλη μισή είναι η ψυχή, που θα γυρίσει στην οικογένεια.
Στην πλατεία μας περίμεναν οι άλλες έξι οικογένειες, που είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από τους δικούς τους υποψήφιους. Το υπόλοιπο χωριό περίμενε έξω απ’ τον κύκλο, σιωπώντας και χωρίς να παίρνει το βλέμμα από εμάς, τους μόνους λευκοντυμένους. Μόλις έφτασα, ο Σαμάνος μου έριξε μια ματιά. «Έξοχα, ήρθε και η Έβδομη», είπε με τη βραχνή φωνή του. Πάντα με ανατρίχιαζε αυτή η φωνή.
Σταθήκαμε σ’ έναν κύκλο. Ο Σαμάνος στη μέση έλεγε τις προσευχές του καθώς κρατούσαμε υψωμένο το κερί μας στο ύψος των ματιών. Είχα κουραστεί απ’ το βάρος του, ένιωθα πως δε θα μπορούσα να το κρατήσω άλλο. Έκανε μια κυκλική κίνηση με τα χέρια του και το φως των κεριών άλλαξε. Με μια κίνηση, σαν να το φύσηξε ο αέρας, έγινε πορφυρό.
«Κατεβάστε τα κεριά», είπε απότομα.
Κατέβασα με ανακούφιση το κερί μου και το έπιασα με τα δύο χέρια. Είχε διατηρήσει αυτό το πορφυρό φως και έβλεπα τα πρόσωπα των άλλων ροδοκόκκινα στο φως των δικών τους κεριών. Αυτό το βλέμμα είχα κι εγώ; Κενό, στυλωμένο στο κερί;
«Ακολουθήστε με», είπε ο Σαμάνος. Βγήκαμε έξω απ’ το χωριό.
Πρώτα εκείνος, μετά εμείς, πίσω οι οικογένειές μας κι ακολουθούσε όλο το χωριό μετά. Το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος ήταν γεμάτο πεσμένα φύλλα, που κριτσάνιζαν καθώς τα πατούσαμε, θρυμματίζοντας τη γαλήνη της διαδρομής.
Φάνηκε ο αρχαίος ναός μπροστά μας. Πρώτη φορά τον έβλεπα.
Πέντε χρόνια πριν, όταν είχε ξαναγίνει η Τελετή της Επιλογής, ήμουν τόσο μικρούλα, που δεν είχα δει τίποτα μέσα στο πλήθος. Με κρατούσε απ’ τα χέρια η μαμά. Είχε τόσο ζεστά χέρια… Τώρα το μόνο που με ζέσταινε ήταν το κερί.
Κοίταξα τον ναό. Ένα θλιβερό ερείπιο από πέτρες βαλμένες η μία μέσα στην άλλη. Και στο εσωτερικό σκοτάδι.
«Πάρτε το μονοπάτι στ’ αριστερά του ναού. Όταν δείτε τον κύκλο, καθίστε μέσα με τα κεριά απιθωμένα μπροστά σας. Φάτε το Δώρισμα και περιμένετε».
Περίμενε να προπορευτούμε και να μπούμε στο μονοπάτι. Ένιωθα το βλέμμα του στην πλάτη μου. Έπειτα πρέπει να έδωσε κάποιο σύνθημα, γιατί άκουσα καμιά διακοσαριά βήματα να παίρνουν την κατηφόρα, προς το χωριό. Κάποιοι φώναζαν μηνύματα, ευχές και παραγγελίες για να δώσουμε στους νεκρούς τους. Εμείς συνεχίσαμε.
Είχε ησυχία τώρα. Κοίταξα τον Άβερελ. Δε με κοιτούσε, είχε το βλέμμα του μπροστά. Ήταν χλωμός όσο ποτέ, αλλά πανέμορφος. Θυμήθηκα που λέγαμε πως θα παντρευτούμε σε λίγα χρόνια. Χαμογέλασα πικρά. Κι αν ο Πορφυρός Ήλιος επέλεγε κάποιον απ’ τους δυο μας;
Κοίταξα και τους άλλους πέντε. Οι δύο φίλες μου, η Άμπιγκεϊλ και η Κάσσι, περπατούσαν μπροστά μου και τα κόκκινα μαλλιά τους έλαμπαν στο μισοσκόταδο υπό το φως των κεριών. Αυτό το χρώμα μαλλιών… Μας έδινε αυτή τη μοναδική ευκαιρία, που έμοιαζε τόσο με καταδίκη.
Από τους άλλους τρεις ήξερα μόνο τον Έντμουντ. Οι άλλοι δύο ήταν πάντα σιωπηλοί, λες και προετοιμάζονταν χρόνια για τη μοίρα τους. Ήταν οι πρώτοι που βγήκαν απ’ το μονοπάτι. «Να, ο κύκλος», άκουσα τη φωνή του ενός, κοφτή και σκληρή.
Οι κολοκύθες ήταν αναμμένες στο εσωτερικό τους. Γιατί να χαμογελάνε; Ένιωθα να με περιγελούν καθώς έμπαινα στον κύκλο. Ήμουν η τελευταία που κάθισε. Απίθωσα το κερί μπροστά μου, στην τρύπα που είχε ανοίξει ο Σαμάνος στο χώμα από πριν. Μπροστά είχε ένα κομμάτι κολοκυθόπιτα. «Ας φάμε», είπε πάλι ο ίδιος και πήρε το δικό του κομμάτι.
Δεν ήθελα να φάω. Δεν κατέβαινε μπουκιά. Τόσο μπερδεμένη… Όλη μου η οικογένεια ευχόταν να είμαι η Εκλεκτή του Πορφυρού Ήλιου, αλλά δεν ξέρω. Τι με περίμενε; Γιατί να το θέλω κι εγώ; Ένιωσα ένα σκούντημα. Ο Άβερελ μου χαμογελούσε και μου πρόσφερε το κομμάτι μου. Έτσι μάλιστα! Του ανταπέδωσα το χαμόγελο. Κι αν ήταν εκείνος ο Εκλεκτός;
«Ο Ήλιος δεν έχει δύσει ήδη;» ρώτησα.
«Σήμερα δύει πιο αργά», είπε ο ένας από τους δύο αγνώστους. «Γι’ αυτό έχει επιλεγεί η μέρα».
«Α, μάλιστα», είπα. Ήμουν σαν χαμένη. Δεν τα ήξερα αυτά, δε μου τα είχε πει κανείς. Πόσα ακόμα δε θα μάθαινα, αν τελικά ήμουν η Εκλεκτή;
Σιωπή.
«Όταν δύσει», είπε ξαφνικά ο ένας, «η Σελάνα θα γίνει πορφυρή, καθρεφτίζοντας το φως του. Αυτό θα δούμε εμείς».
Κοίταξα το κενό πάνω απ’ το ξέφωτο. Η Σελάνα ήταν εκεί, χλωμή. Λες και περίμενε, όπως εμείς. «Να το», είπε η Κάσσι κοιτώντας ψηλά. Σήκωσα το βλέμμα και είδα τον ουρανό να παίρνει ένα χρώμα παράξενο, βάφοντας το μισοσκόταδο. Η Σελάνα βάφτηκε πορφυρή κι άνοιξε στη μέση. Τι ήταν αυτό που μας κοιτούσε εκεί πάνω; Κρύος ιδρώτας με έλουζε και τα πόδια μου έτρεμαν ανεξέλεγκτα.
Τα αυτιά μου βούιζαν αλλά άκουσα το σπαρακτικό ουρλιαχτό δίπλα μου. Δεν μπορούσα να κατεβάσω το βλέμμα μου. Κάτι με κρατούσε, με έπιανε παντού, σαν να με εξέταζε. Με έλεγχε, σαν να έψαχνε αν είμαι αυτό που ζητούσε. Μακάρι να μην είμαι, μακάρι να μην είμαι… Φύγε, φύγε από μένα!
Κι άλλοι άρχισαν να βογκάνε και να ουρλιάζουν, έχοντας μάλλον την ίδια αίσθηση με μένα. Εγώ ποτέ δεν ούρλιαζα. Πάντοτε έμενα σιωπηλή στον τρόμο, ακόμα κι όταν άκουγα φωνές.
Εσύ δε θέλεις να προκαλείς. Είσαι ήρεμη, γαλήνια. Είσαι αυτή που θα με ακολουθήσει εκεί που κανείς άλλος δε θα έχει πατήσει. Είσαι η Εκλεκτή.