Θέλω

Μια φλόγα έκαιγε μέσα μου. Άνοιξα τα μάτια. Είχε σκοτεινιάσει. Ησυχία στο δωμάτιο, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι στο διάολο γινόταν μέσα μου.

Πήρα βαθιές ανάσες και προσπάθησα να καταλάβω τι νιώθω. Θέλω. Θέλω. Μια βαθύτατη επιθυμία, που με έκανε να τρέμω ολόκληρη. Ήμουν ιδρωμένη, με αυτό το απαίσιο επίχρισμα ιδρώτα που κολλά στα σεντόνια και με αηδιάζει. Αλλά τι θέλω;

Δεν είχα ιδέα. Προσπάθησα να το σκεφτώ. Ήθελα φαγητό; Όχι. Σεξ; Ούτε. Παρέα; Ύπνο; Ποτό;

Μ’ έπιασε πανικός. Είχα τόσο έντονη αυτή την ανάγκη αλλά δεν ήθελα κάτι. Σηκώθηκα απότομα και ζαλίστηκα.

Το ρήμα “θέλω” είναι μεταβατικό, σκέφτηκα. Γέλασα μέσα στον φόβο μου. Έτσι είμαστε οι φιλόλογοι. Ακόμα και στα πιο ζόρικα, σκεφτόμαστε μαλακίες.

Κι όμως, αυτό το αμετάβατο “θέλω” με έκαιγε. Ήπια νερό, έφαγα, βγήκα έξω, δεν το είπα σε κανέναν, αν και η κολλητή μου νομίζω το κατάλαβε. Έβλεπε το βλέμμα μου που έμοιαζε με βλέμμα κυνηγημένου ελαφιού, τα πόδια μου, που τα χτυπούσα νευρικά στο πάτωμα του μπαρ, τα χέρια μου που έτρεμαν.

Ξέρει ότι δεν παίρνω ουσίες, ότι δεν έχω εθισμούς. Μια απλή κοπέλα είμαι, που ζούσε μια φυσιολογική ζωή. Φυσιολογική, μέχρι που ξεκίνησε να θέλει. Απλά να θέλει. Να μην ξέρει τι θέλει και να μην μπορεί να απαλλαγεί από αυτό.

Έπεσα για ύπνο κατάκοπη. Στην μπανιέρα ήθελα να σπάσω τα πάντα, περιορισμένη μέσα στο γυάλινο κλουβί μου, αλλά κρατήθηκα. Έπρεπε πάση θυσία να είμαι καθαρή. Δεν μπορώ να κοιμηθώ ιδρωμένη. Κι απόψε πρέπει να κοιμηθώ.

Έπεσα στο κρεβάτι. Σίγουρα αν κοιμηθώ θα είμαι καλύτερα αύριο, σκέφτηκα. Ο ύπνος τα παίρνει όλα. Θα κοιμηθώ, θα κοιμηθώ. Θα τα καταφέρω. Θα μετρήσω πρόβατα. Πώς μετράς στα λατινικά; Για να θυμηθώ…

Η πύλη στο ταβάνι άνοιξε απότομα, χωρίς να μου κάνει καμία έκπληξη. Δεν την είχα ξαναδεί αλλά αυτήν περίμενα. Φώτιζε το κατασκότεινο δωμάτιο, χωρίς να φωτίζει όμως πραγματικά. Ένα φοβερό πράμα. Αφέθηκα στο θέλω μου και ανυψώθηκα, λίγο-λίγο, απ’ το κρεβάτι. Όσο πιο κοντά πήγαινα, τόσο πιο έντονη γινόταν η επιθυμία. Αυτό ήθελα. Ήθελα να πάω εκεί κι όπου με οδηγήσει. Κοίταξα για μια φορά το ξέστρωτο κρεβάτι, με τα σεντόνια πεταμένα στο πάτωμα και το σώμα μου να σπαρταράει στο πάτωμα, και μετά το φως με κατέκλυσε.